Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Πρακτικά παραδείγματα
και επαναληπτικές ασκήσεις
στα διδαχθέντα κεφάλαια:

Έννοια εμπόρου. Κριτήριο και Τεκμήριο εμπορικότητος. Διαμεσολάβηση, κερδοσκοπία και επένδυση κεφαλαίου ως κριτήρια της εμπορικότητος μιας πράξεως. Κτήση και απώλεια της εμπορικής ιδιότητος. Αντικειμενικά εμπορικές πράξεις (παλαιότερες και νεότερες). Leasing, franchising, factoring. Εμπορικότητα κατά το ουσιαστικό και κατά το τυπικό σύστημα. Παράγωγη εξ υποκειμένου και εξ αντικειμενου εμπορικότητα.
Αξιόγραφα: Συναλλαγματική, γραμμάτιο σε διαταγή και επιταγή. Αρχές στην συναλλαγματική (αυτοτέλειας και αναιτιώδες). Διαφορές συναλλαγματικής από το γραμμάτιο σε διαταγή. Αναγωγή. Διαμμαρτυρικό. Παραγραφή. Λειτουργίες της συναλλαγματικής (εγγυητική, πιστωτική και ως μέσου βραχυχρόνιας επένδυσης κεφαλαίων).
Ανάκληση επιταγής. Ακάλυπτη επιταγή (έλλειψη διαθεσίμου ή επαρκούς προβλέψεως). Μεταχρονολογημένη επιταγή. Προβλήματα.

Άσκηση 1.
Ποιό είναι το κριτήριο της εμπορικότητος;

Όπως αναπτύξαμε στο ιδιαίτερο κεφάλαιο για τον προσδιορισμό του κριτηρίου της εμπορικότητος, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η εμπορικότητα με τα κλασσικά κριτήρια της μεσολαβήσεως, της κυκλοφορίας των αγαθών και της κερδοσκοπίας.
Η πείρα έδειξε ότι αυτό που κάνει μια δραστηριότητα εμπορική δεν είναι το περιεχόμενό της αλλά η μέθοδος που χρησιμοποιεί στην άσκησή της και ανεξάρτητα από το αν ο νόμος την ονομάζει η όχι εμπορική.
Κριτήριο της εμπορικότητος πρέπει να είναι η δραστηριότητα της επιχειρήσεως, όχι όμως στην αφηρημένη έννοια της επιχειρήσεως, αλλά στην έννοια της επιχειρήσεως που λειτουργεί και αποδίδει λόγω της επενδύσεως κεφαλαίου.
Έτσι δίνεται απάντηση στο θεμελιακό πρόβλημα, ποιά επιχείρηση χαρακτηρίζεται ως εμπορική.
Εάν μία επιχείρηση παρουσιάζει αυτά τα γνωρίσματα, δηλ. λειτουργεί και αποδίδει λόγω της επενδύσεως κεφαλαίου, είναι εμπορική και κάνει έμπορο αυτόν που την ασκεί. Και όσο μεγαλύτερη είναι η επένδυση κεφαλαίου, τόσο βεβαιότερος είναι και ο χαρακτηρισμός της δραστηριότητος αυτής ως εμπορικής.
Η άποψη αυτή, που κατά την γνώμη μας είναι η ορθότερη και επαληθεύεται πάντοτε, στηρίζεται στο άρθρο 2 του διατάγματος περί εμποροδικείων, το οποίο απαριθμεί μεταξύ των εμπορικών πράξεων επτά είδη επιχειρήσεων, της χειροτεχνίας, παραγγελίας, μετακομίσεως δια γης η ύδατος, προμηθείας, πρακτορείας, πλειστηριάσεως και δημοσίων θεαμάτων.

Άσκηση 2.
Πότε μία πράξη χαρακτηρίζεται εμπορική κατά το υποκει-μενικό και πότε κατά το αντικειμενικό σύστημα;

Κεντρική έννοια του εμπορικού δικαίου κατά το υποκει-μενικό σύστημα είναι το πρόσωπο έμπορος, το υποκείμενο δηλ. της εμπορικής δραστηριότητας. Το εμπορικό, λοιπόν, δίκαιο που διαμορφώνεται με βάση το υποκειμενικό σύστημα είναι το δίκαιο των εμπόρων.
Γι’ αυτό το λόγο το εμπορικό μας δίκαιο ορίζει πρώτα την έννοια του εμπόρου και στη συνέχεια τις προϋποθέσεις που χρειάζεται ένα πρόσωπο για να γίνει έμπορος, και μετά τις συνέπειες που έχει όταν είναι έμπορος.
Μία πράξη χαρακτηρίζεται, κατά το υποκειμενικό σύστημα, ως εμπορική, όταν γίνεται από έμπορο για τις ανάγκες της εμπορίας του.

Κατά το αντικειμενικό σύστημα κεντρική έννοια του εμπορικού δικαίου είναι το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριό-τητος, της ασκήσεως δηλ. εμπορικών πράξεων.
Ποιές είναι όμως οι εμπορικές πράξεις;
Εμπορικές είναι οι πράξεις που ο νόμος τις χαρακτηρίζει ως καθ’ αυτές εμπορικές.
Ο νόμος τις χαρακτηρίζει ως εμπορικές, γιατί αποβλέπει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, δηλ. στο σκοπό, στη μορφή η στο αντικείμενό τους.

Και κατά το αντικειμενικό σύστημα όμως, εκείνο που κάνει το πρόσωπο έμπορο είναι το επάγγελμα και όχι οι εμπορικές πράξεις καθ’ εαυτές, γιατί το βασικό χαρακτηριστικό και του αντικειμενικού συστήματος είναι η συχνότητα της επαναλήψεως της εμπορικής πράξης που γίνεται κατ’ επάγγελμα και όχι η τυχαία άσκησή της.

Άσκηση 3.
Ποιό σύστημα υιοθετεί το δίκαιό μας για τον προσδιορισμό της εμπορικότητος μιας πράξεως;

Το δίκαιό μας, όπως είδαμε στο σχετικό κεφάλαιο, πρώτα δίνει την έννοια του εμπόρου και στη συνέχεια ορίζει τις αντικειμενικές εμπορικές πράξεις. Στις πράξεις που ορίζει ως εμπορικές προσθέτει και ένα μεγάλο αριθμό εμπορικές δραστηριότητες που είναι και περισσότερες.
Το δίκαιό μας, επομένως, υιοθετεί ένα μεικτό σύστημα που περιέχει τόσο στοιχεία του υποκειμενικού, όσο και του αντικειμενικού συστήματος, όπως συνέβαινε και στη Γαλλία, από το δίκαιο της οποίας επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό και το δικό μας Εμπορικό Δίκαιο.

Ασκήσεις 4 και 5.
α. Κάποιος εκδίδει συνήθως επιταγές με τις οποίες εξοφλεί τα χρέη του. Είναι έμπορος;
β. Η οπισθογράφηση συναλλαγματικής η γραμματίου εις διαταγήν προσδίδει την εμπορικήν ιδιότητα στον οπισθογρα-φήσαντα;

Μόνον, βεβαίως, το γεγονός της επαναλήψεως αυτών των συγκεκριμένων αντικειμενικών εμπορικών πράξεων δεν προσδίδει την εμπορική ιδιότητα στο πρόσωπο που τις ασκεί.
Για να χαρακτηρισθεί, επομένως, κάποιος ως έμπορος θα πρέπει να ασκεί αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, οι οποίες από την φύση τους θα πρέπει να είναι ικανές να διαμορφώσουν επάγγελμα. Γιατί, ως γνωστόν, υπάρχουν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, που όσο συχνά και αν ασκούνται δεν είναι δυνατόν να προσδώσουν από μόνες τους την εμπορική ιδιότητα σε κάποιο πρόσωπο που τις ασκεί, όπως στα ανωτέρω παραδείγματα.

Άσκηση 6.
Ο Δ πωλητής μεταχειρισμένων κοσμημάτων, ενώ στην πραγματικότητα είναι δικηγόρος, που κάπου-κάπου αγοράζει κάποια κοσμήματα με σκοπό τη μεταπώληση, αποκομίζοντας και εμφανίζεται στους κοσμικούς κύκλους της Πάτρας ως έμπορος πολυτίμων μετμικρά κέρδη.
Η κυρία Κ του πωλεί ένα χρυσό ρολόι και ένα μονόπετρο δαχτυλίδι.
Επειδή ο Δ δεν της καταβάλλει εγκαίρως το τίμημα ζητά την κήρυξή του σε πτώχευση.
Ὁ Δ αντιτείνει ότι δεν είναι έμπορος.
α) Ευσταθεί ο ισχυρισμός του Δ;
β) Ποιές οι προϋποθέσεις κηρύξεως της πτωχεύσεως;

Άσκηση 7.
Με βάση ποιές αρχές το δικαστήριο εξετάζει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παύσεως των πληρωμών;

Το δικαστήριο εξετάζει με βάση δύο αρχές αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παύσεως των πληρωμών:
α. την καλοπιστία του εμπόρου και την σοβαρότητα των ενστάσεών του κατά του αιτούντος δανειστή του, και
β. να μην εξακολουθεί τις πληρωμές του ο έμπορος με καταστρεπτικά και δόλια μέσα για να εμποδίσει την κήρυξή του σε πτώχευση (π.χ. πώληση εμπορευμάτων σε τιμές πολύ χαμηλότερες απο τις τρέχουσες η δημιουργία ψευδών απαιτήσεων κατά τρίτων με σκοπό την δημιουργία εντυπώσεων περί φερεγγυότητός του).

Άσκηση 8.
Ποιός είναι ο σκοπός της πτωχευτικής ανάκλησης;

Με την πτωχευτική ανάκληση επιχειρείται η αποκατάσταση της μειώσεως της περιουσίας του οφειλέτη-εμπόρου, που επήλθε μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως, έτσι ώστε να επανέλθει η περιουσία του πτωχού στην κατάσταση στην οποία θα έπρεπε να είναι χωρίς τις πράξεις του εμπόρου που πτώχευσε.

Άσκηση 9.
Έμπορος που βρίσκεται σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών δωρίζει στον ανηψιό του ένα φορτηγό αυτοκίνητο της εταιρείας του μεγάλης αξίας.
Ερωτάται:
Είναι έγκυρη η δωρεά του;
Πως προστατεύονται οι πιστωτές του εμπόρου;
Ποιές άλλες πράξεις είναι ανακλητές και πως γίνεται η ανάκληση;

Η δωρεά είναι είναι χαριστική πράξη και άρα είναι υποχρεωτικά ανακλητή γιατί είναι ἐπιζήμια γιά την ομάδα των πιστωτών.
Οι πράξεις που έγιναν από τον έμπορο μέσα στην ύποπτη περίοδο με σκοπό την μείωση της πτωχευτικής περιουσίας του εμπόρου και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών διακρίνονται σε πράξεις υποχρεωτικής ανακλήσεως (άρθρο 42) και σε πράξεις δυνητικής ανακλήσεως (άρθρο 43).
Ο Πτωχευτικός Κώδικας έχει συμπεριλάβει στα άρθρα 41 έως 51, ειδικές διατάξεις, με αντικείμενο την ανατροπή πράξεων του πτωχού, που έγιναν κυρίως, κατά την ύποπτη περίοδο, που εκτέινεται, από τον καθοριζόμενο από το Νόμο η την δικαστική περίοδο χρόνο παύσεως των πληρωμών, μέχρι την δημοσίευση της αποφάσεως, που κηρύσσει την πτώχευση, στο ακροατήριο του πτωχευτικού δικαστηρίου.
Στις πράξεις που υπόκεινται σε ανάκληση, εντάσσει, επίσης, τις επιχειρηθείσες εντός της τελευταίας πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως πενταετίας, δόλιες πράξεις, ανεξάρτητα από τον χρονικό περιορισμό της υπόπτου περιόδου.
Ο Νόμος διακρίνει τις πράξεις που επιχείρησε ο πτωχός εντός της υπόπτου περιόδου και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών, σε πράξεις υποχρεωτικής ανακλήσεως (άρθρο 42) και σε πράξεις δυνητικής ανακλήσεως (άρθρο 43).
Ορισμένες κατηγορίες πράξεων δυνητικής ανακλήσεως εξαιρούνται (άρθρο 45). Ειδική μνεία κάνει ο Νόμος στην ανάκληση πληρωμής χρηματογράφων από τον πτωχεύσαντα (άρθρο 47), ενώ ειδική νομοθεσία προβλέπει το ανακλητό η μη των πράξεων που έγιναν επί χρηματοοικονομικών συναλλαγών (άρθρο 46).

Πράξεις υποχρεωτικής ανακλήσεως είναι: Οι χαριστικές δικαιοπραξίες, η πληρωμή μη ληξιπροθέσμων χρεών, η ανώμαλη πληρωμή ληξιπροθέσμων χρεών, η σύσταση εμπράγματης η ενοχικής ασφάλειας για προϋπάρχουσες υποχρεώσεις.
Οι πράξεις αυτές λογίζονται ότι είναι επιζήμιες για τους πιστωτές (άρθρο 41) και ανακαλούνται κατά το άρθρο 42. Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ανάκλησή τους, αν δεν επιδιωχθεί ανατροπή του τεκμηρίου που θέτει ο Νόμος με την χρήση του όρου "λογίζονται".

Πράξεις δυνητικής ανακλήσεως είναι σύμφωνα με το άρθρο 43 "κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη η πληρωμή απ’ αυτόν ληξιπορθέσμων χρεών του, που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτωχεύσεως". Κάθε πράξη που είναι δυνητικά ανακλητή, μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διενέργεια της πράξης γνώριζε ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του και η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών. Κατά συνέπεια πράξεις δυνάμενες να ανακληθούν είναι: κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη και κάθε πληρωμή ληξιπροθέσμων χρεών.

Οι προϋποθέσεις της δυνητικής ανακλήσεως συνίστανται στην γνώση του αντισυμβαλλομένου του πτωχεύσαντος, κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης, ότι ο τελευταίος είχε παύσει τις πληρωμές του αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου στο επιζήμιο της πράξης για την ομάδα των πιστωτών.
Προς βοήθεια του συνδίκου και του δικαστηρίου η παρ. 2 του άρθρου 43 εισάγει νόμιμο, μαχητό, αποδεικτικό τεκμήριο ότι η παραπάνω γνώση του αντισυμβαλλομένου, ως προς την παύση των πληρωμών, τεκμαίρεται, εάν κατά την διενέργεια της πράξης αυτός "ήταν σύζυγος του οφειλέτη η συγγενής εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού η εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού η πρόσωπο με το οποίο ο οφειλέτης συζούσε το τελευταίο έτος πριν την διενέργεια της πράξης. Επί αντισυμβαλλομένου νομικού προσώπου το τεκμήριο της γνώσης αφορά τα ως άνω πρόσωπα, εφ’ όσον κατά την διενέργεια της πράξης είχαν την ιδιότητα του ιδρυτή η διοικητή η διευθυντή η διαχειριστή του. Το τεκμήριο δεν ισχύει, εάν η ανακλητική αγωγή εγερθεί μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτωχεύσεως".

Άσκηση 10.
Η Ζήτακαρ Α.Ε. πωλεί με επιφύλαξη της κυριότητος δύο μεταφορικά αυτοκίνητα στην εταιρεία Μεταφορική Ο.Ε., η οποία στην συνέχεια πτωχεύει. Σε ποιόν ανήκουν τα πωληθέντα αυτοκίνητα και ποιά τυχόν δικαιώματα έχει η πωλήτρια;

Αν πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως τρίτος, πωλητής, έχει πωλήσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη της κυριότητος και ο αγοραστής πτωχός έχει παραλάβει το πράγμα, όπως στο ανωτέρω παράδειγμα, η κήρυξη της πτωχεύσεως δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή, που απορρέουν από την επιφύλαξη της κυριότητος. Ο πωλητής δικαιούται να τάξει προθεσμία στον σύνδικο, προκειμένου να ασκήσει το κατά το άρθρο 29 δικαίωμα επιλογής. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί την εκπλήρωση, ο πωλητής έχει δικαίωμα αποχωρισμού του πράγματος από την πτωχευτική περιουσία, χωρίς ανάγκη προηγουμένης υπαναχωρήσεως. Ο πωλητής δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό μόνο μετά την υποβολή της κατά το άρθρο 70 παρ. 2 εκθέσεως του συνδίκου. Τα αυτοκίνητα ανήκουν κατά κυριότητα στην Ζήτακαρ, εφ’ όσον δεν έχει αποπληρωθεί το τίμημα. Στον κύριο, παρακαταθέτη και στον παραγγελέα ο Νόμος παρέχει δικαίωμα να διεκδικήσουν από την πτωχευτική περιουσία τα πράγματα που τους ανήκουν . Η Ζήτακαρ έχει δικαίωμα αποχωρισμού και αναλήψεως των αυτοκινήτων, τα οποία εμφανίζονται ως περιουσία του πτωχού και δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία αλλά στην πωλήτρια κατά κυριότητα.


Άσκηση 11.
Ο Ε έχει εργαστήριο επεξεργασίας βάμβακος. Ο Π έχει πωλήσει στον Ε ένα μηχάνημα συσκευασίας για το οποίο δεν έχει πληρωθεί ακόμη. Μπορεί να ζητήσει την αποπληρωμή του εντόκως από τότε που η απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη;

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι εμπορικές απαιτήσεις είναι εντόκως απαιτητές κατά το άρθρο 111 ΑΚ. Και οι δύο είναι έμποροι. Ο Ε ασκεί κατά σύνηθες επάγγελμα χειροτεχνία και ο Π αγοράζει προς μεταπώληση συνήθως μηχανήματα. Η αγορά του μηχανήματος από τον Ε είναι παράγωγα αντικειμενική πράξη εφ' όσον είναι υποτελής στην πρωτότυπα εμπορική πράξη της χειροτεχνίας.

Άσκηση 12.
Ο γιατρός Γ που διαμένει στην Θεσσαλονίκη διατηρεί στην Πάτρα χρυσοχοείο στο όνομα του αδελφού του Α. Ο προμηθευτής Π ενάγει και τον Α και τον Γ και ζητάει να κηρυχθούν σε πτώχευση οι δύο αδελφοί. Ο Γ αντιτείνει ότι δεν είναι έμπορος και πως το κατάστημα ανήκει στον αδελφό του Α.
Ευσταθούν οι ισχυρισμοί του Γ;

Ο Γ κρύβεται πίσω από τις δραστηριότητες του αδελφού του Α, που είναι πέραν πάσης αμφιβολίας έμπορος, αφού ενεργεί κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις (αγορά προς μεταπώληση).
Τα αποτελέσματα όμως των εμπορικών πράξεων επέρχονται στο πρόσωπο του Γ μετά την συμφωνία που έχουν κάνει.
Στην περίπτωση αυτή έχουμε το φαινόμενο του κρυπτομένου εμπόρου.
Ως έμποροι και οι δύο είναι δυνατόν να κηρυχθούν σε πτώχευση όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πτωχεύσεως.

Άσκηση 13.
Ο Ε πωλεί μέσω τηλεοπτικού διαύλου περσικά χαλιά με πλειστηριασμό, που διενεργεί το τμήμα διαφημίσεως πλειστη-ριάσεων του σταθμού. Είναι ο Ε έμπορος;

Ο Ε είναι έμπορος όχι γιατί ενεργεί επιχείρηση πλειστηριάσεως, καθώς η αντικειμενικά εμπορική πράξη της πλειστηριάσεως προϋποθέτει πώληση ξένων κινητών πραγμάτων, ενώ ο Ε πωλεί δικά του πράγματα, αλλά διότι αγοράζει ξένα κινητά πράγματα προς μεταπώληση κατά σύνηθες επάγγελμα, χωρίς να παίζει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο έγινε η μεταπώληση.

Άσκηση 14.
Η εταιρεία Ανταλ. Α.Ε. πωλεί μεταχειρισμένα γερμανικά ανταλλακτικά σε άριστη κατάσταση, τα οποία τα εισάγει ο Ε από τη Γερμανία για λογαριασμό της Α.Ε. Κατά την τελευταία παραγγελία η Α.Ε. κατέβαλε στον Ε 200.000 Ευρώ για την αγορά ανταλλακτικών και για την αμοιβή του Ε. Ο Ε αγόρασε τα ανταλλακτικά αλλά τα επώλησε στην εταιρεία Δέλτα-καρ αντί υψηλοτέρου τιμήματος.
Δύναται η Ανταλ.Α.Ε. να κάνει αγωγή στον Ε και για την απόδειξη της συμφωνίας να χρησιμοποιήσει μάρτυρες;

Εφ’ όσον η διαφορά πηγάζει από εμπορική πράξη, (επιχεί-ρηση παραγγελίας), είναι δυνατή η απόδειξη με μάρτυρες κατά το άρθρο 394 ΚΠολΔ, έστω και αν το ποσό είναι μεγαλύτερο από το οριζόμενο κάθε φορά στο άρθρο 393 ΚΠολΔ.


Άσκηση 15.
Η Ναυπηγική Α.Ε. κατασκευάζει για λογαριασμό του εφοπλιστού Ε ένα σκάφος αναψυχής αντί του ποσού των 800.000 Ευρώ. Ο Ε δεν κατέβαλε ολόκληρο το ποσό. Οφείλει ακόμη 300.000 Ευρώ. Εν τω μεταξύ έχουν παρέλθει πέντε χρόνια από τότε που έγινε απαιτητή η οφειλή της Α.Ε.
α. Μπορεί η Α.Ε. να αποδείξει την απαίτησή της με μάρτυρες;
β. Είναι υποχρεωμένος ο Ε να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και μετά τα πέντε χρόνια που πέρασαν από τότε που έγινε απαιτητή η οφειλή του;

Όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα είναι δυνατή η απόδειξη με μάρτυρες, γιατί η ναυπήγηση πλοίου είναι πρωτότυπα εμπορική πράξη του θαλασσίου εμπορίου κατά το άρθρο 3 του βασιλικού διατάγματος 2/14.05.1835.
Ωστόσο η απαίτηση της Α.Ε. έχει παραγραφεί για το επιπλέον οφειλόμενο ποσό, γιατί κατά το άρθρο 250 ΑΚ οι απαιτήσεις μεταξύ εμπόρων από την άσκηση εμπορικής δραστηριότητος υπάγονται σε πενταετή παραγραφή.

Άσκηση 16.
Στην επωνυμία Ετερόρρυθμης Εταιρείας αναγράφεται και το όνομα ενός ετερορρύθμου εταίρου.
Ερωτάται:
Ποιές οι συνέπειες από την αναγραφή;

Για να δοθεί απάντηση στο ἐρώτημα να μελετηθεί το αντίστοιχο κεφάλαιο περί ετερόρρυθμης εταιρείας στην παράγραφο 28 του συγγράμματός μας.

Άσκηση 17.
Χονδρέμπορος αγοράζει από παραγωγούς οπωροκηπευ-τικών προϊόντων μεγάλες ποσότητες λαχανικών και πορτοκαλιών. Μπορεῖ να αποδείξει με μάρτυρες τήν οικονομική διαφορά που ανέκυψε;

Η αγορά προς μεταπώληση είναι πρωτότυπα εμπορική πράξη για τον χονδρέμπορο και επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη ανεξάρτητα από το ύψος της επιδίκου διαφοράς.
Πρόκειται για μία ετερομερώς εμπορική διαφορά, δηλαδή είναι εμπορική διαφορά μόνον για τον χονδρέμπορο που αγόρασε οπωροκηπευτικά προϊόντα με σκοπό την μεταπώληση και όχι και για τους παραγωγούς γεωργούς. Μάρτυρες, επομένως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον από τους παραγωγούς εναντίον του χονδρεμπόρου ανεξάρτητα από το ύψος της επίδικης διαφοράς.
Αντιθέτως, ο έμπορος μπορεί να χρησιμοποιήσει μάρτυρες εναντίον των παραγωγών μόνον για απόδειξη επίδικης διαφοράς με όριο το ύψος του ποσού που ορίζει κάθε φορά ο ΚΠολΔ.

Άσκηση 18.
Ο Γ διατηρεί γυμναστήριο χωρίς άδεια λειτουργίας και αγοράζει όργανα γυμναστικής από τον μεγάλο προμηθευτή Π αθλητικών ειδών. Επειδή ανακύπτει σημαντική οικονομική διαφορά του Γ με τον Π, ο Γ καταφεύγει στο Εμπορικό Επιμελητήριο και ζητάει να εγγραφεί ως μέλος και να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες διαιτησίας που προσφέρονται απ’ αυτό. Μπορεί το Επιμελητήριο να αρνηθεί την εγγραφή του Γ;

Το Επιμελητήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την εγγραφή του Γ, γιατί η Γ αποκτά την εμπορική ιδιότητα, επειδή ενεργεί κατά σύνηθες επάγγελμα πρωτότυπες εμπορικές πράξεις, πρακτορείας και αγοράς με σκοπό τη μίσθωση (άρθρο 2 β.δ. 1835). Προσφέρει δηλ. υπηρεσίες, όπως εκγύμναση, προτείνει δίαιτες για καλύτερα αποτελέσματα έναντι αμοιβής κλπ.
Το γεγονός ότι άσκεί παρανόμως τις ανωτέρω εμπορικές πράξεις δεν εμποδίζει την κτήση της εμπορικής ιδιότητος.
Ωστόσο μπορεί μεν να εγγραφεί στο Εμπορικό Επιμελητήριο, δεν δικαιούται όμως να επωφεληθεί από τις ευμενείς συνέπειες της εμπορικής ιδιότητος.

Άσκηση 19.
Γραφείο διαφημιστικό επιμελείται την δημόσια εικόνα προσώπων (image maker), ο Α διατηρεί κέντρο αισθητικής και αδυνατίσματος, ο Χ χρησιδανείζει γεωργικά μηχανήματα σε διάφορους ιδιώτες.
Είναι εμπορικές οι ανωτέρω πράξεις;

Άσκηση 20.
Ο Α πωλεί τα ηλεκτρονικά είδη του καταστήματός του σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές, με σκοπό να απόσπάσει την πελατεία του Β.
Ο Β ασκεί αγωγή κατά του Α και του ζητάει αποζημίωση. Ταυτόχρονα περιλαμβάνει στην αγωγή του το αίτημα να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Θα ευδοκιμήσει η αγωγή του Β;

Κατά τον ΚΠολΔ (908 παρ. 1) το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να κηρύξει την απόφαση που εκδίδεται για εμπορικές διαφορές προσωρινά εκτελεστή.
Οι διαφορές που ανακύπτουν από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού είναι πρωτότυπα εμπορικές πράξεις κατά το άρθρο 19 του Ν. 149/1914, και επομένως το αίτημα του Β θα ευδοκιμήσει και το δικαστήριο μπορεί να κηρύξει την απόφαση που θα εκδόσει ως προσωρινά εκτελεστή.

Άσκηση 21
Ὁ Α έμπορος έχει προβλήματα ρευστότητας και οφείλει σε πολλούς. Συνεχίζει όμως να λειτουργεί την επιχείρησή του με το να εκποιεί τα εμπορεύματά του σε χαμηλότερες τιμές και να δανείζεται με υπερβολικό τόκο. Ερωτάται:
α. Είναι δυνατή η κήρυξή του σε πτώχευση παρ’ ότι δεν υπάρχει παύση πληρωμών;
β. Ας υποτεθεί, ότι ο Α κηρύχθηκε σε πτώχευση. Κατόπιν με χρήματα, που του έδωσε η γυναίκα του, κατόρθωσε να εξοφλήσει όλους τους πιστωτές του και άρχισε να ισχυρίζεται, ότι δεν τελεί πλέον σε πτώχευση και μπορεί να αρχίσει νέα εμπορία. Είναι ορθός ο ισχυρισμός του;
γ. Εάν όχι τι πρέπει να κάνει;

α. Στην περίπτωση αυτή η συνέχιση της εμπορίας γίνεται με μέσα, που συνεπάγονται αντίστοιχη μείωση της δυνατότητος ικανοποιήσεως των πιθανών πτωχευτικών πιστωτών στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό παρέχει ο νέος Νόμος το δικαίωμα στους πιστωτές να ζητήσουν να κηρύξουν τον έμπορο ως δόλιο χρεωκόπο. Τα άρθρα 171 επ. ορίζουν ρητά ότι όλες οι πράξεις του πτωχού, ακόμα και εκείνες που διεπράχθηκαν προτού κηρυχθεί η πτώχευση, καθίστανται "αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση η η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας". Κατά συνέπεια, δίωξη για δόλια χρεοκοπία, όσον αφορά τις προβλεπόμενες στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα πράξεις, μπορεί πλέον να ασκηθεί μόνο μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως η στην περίπτωση, που η σχετική περί κηρύξεως της πτωχεύσεως αίτηση απορριφθεί, λόγω ανεπάρκειας της πτωχευτικής περιουσίας προς κάλυψη των εξόδων (εξωτερικός όρος του αξιοποίνου).
β. Με την διάταξη του εδαφίου ζ τοῦ άρθρου 181 του νέου Νόμου 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας) καταργήθηκε το άρθρο 115 ΕισΝΑΚ, το οποίο είχε εισαγάγει τεκμήριο υπέρ της ομάδος των πιστωτών, σχετικά με περιουσιακά στοιχεία του συζύγου του πτωχού. Κατά συνέπεια η κήρυξη της πτωχεύσεως μπορεί πλέον να αφορά ειδικότερα τον σύζυγο του πτωχού μόνον ως προς την άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο και, ακόμα, ως προς την τύχη της κοινής τους, κατά το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, περιουσίας. Εδώ υπενθυμίζονται οι προϊσχύσασες ρυθμίσεις του άρθρου 115 ΕισΝΑΚ, επειδή εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε περιπτώσεις πτωχεύσεων, που κηρύχθηκαν πριν από την θέση σε ισχύ του νέου Νόμου, πριν, δηλ την 16η Σεπτεμβρίου 2007.
Συγκεκριμένα: με το Νόμο 1329/1983, με τον οποίο επιχειρήθηκε ο εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού μας δικαίου, μέσω της καταργήσεως απαρχαιωμένων θεσμών -όπως της προίκας- και της καθιερώσεως νέων, διαπνεομένων από την αρχή της ισότητος ανδρών και γυναικών, καταργήθηκε και το προηγούμενο καθεστώς, το οποίο προέβλεπε συνέπειες της πτωχεύσεως αποκλειστικά ως προς την σύζυγο του πτωχού, όσον αφορά ειδικότερα την τύχη της προικώας και της εξωπροίκου περιουσίας της. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, όταν πλέον πτωχεύει ο ένας από τους συζύγους, "κάθε περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε από τον άλλον ύστερα από την τέλεση του γάμου και μέσα στα δύο τελευταία χρόνια πριν από την παύση των πληρωμών, τεκμαίρεται υπέρ της ομάδος των δανειστών ότι ανήκει στον σύζυγο που πτώχευσε, εκτός αν αποδειχθεί ότι η απόκτησή του από τον άλλο σύζυγο δεν έγινε με χρήματα η με άλλα μέσα αυτού που πτώχευσε, ούτε προέρχεται από δωρεά του τελευταίου" (άρθρο 115 ΕισΝΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1329/83).
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε διακανονισμό και την ικανοποίηση των πιστωτών από εξωπτωχευτική περιουσία της συζύγου του εμπόρου. Μετά την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών μπορεί να ζητήσει την ανάκληση της πτωχεύσεως. Η πτωχευτική αποκατάσταση όμως θα επέλθει με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση με την οποία γίνεται η επικύρωση της πτωχευτικής αποκαταστάσεως.

Άσκηση 22
Οἱ Α και Β και Γ έχουν συστήσει την «Α και Β και Γ Ο.Ε.», το κατασταστικό της οποίας έχει δημοσιευθεί νόμιμα στο Πρωτοδικείο Πατρών. Στο κατασταστικό δεν ορίζεται ποιός είναι διαχειριστής. Ερωτάται:
α.Ποιός είναι αρμόδιος να εκδίδει σύναλλαγματικές και να αποδέχεται σύναλλαγματικές για λογαριασμό της ΟΕ;
β. Είναι δυνατόν με το καταστατικό να έχει ορισθεί ως διαχειριστής ο Δ που δεν είναι εταίρος;

α. Και οι τρεις εταίροι ως ομόρρυθμοι που ευθύνονται αποκλειστικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον, μπορούν να εκδίδουν και να αποδέχονται συναλλαγματικές για λογαρισμό της εταιρείας, αφού ο καθ’ ένας ατομικά ευθύνεται και με την προσωπική του περιουσία αποκλειστικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της εταιρείας.
β. Η εξουσία διαχειρίσεως είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να παρασχεθεί σε τρίτο μη εταίρο, όπως συμβαίνει με τις κεφαλαιουχικές εταιρείες. Με σύμβαση εντολής η εργασίας είναι δυνατόν και τρίτος να αναλάβει την υποχρέωση διεξαγωγής διαχειριστικών πράξεων. Από το γεγονός όμως αυτό και μόνον δεν καθίσταται διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρείας. Ειδικώτερα επί εταιρειών με νομική προσωπικότητα δεν καθίσταται όργανο του νομικού προσώπου, αλλά ως προς αυτόν εφαρμοζονται στις προς τα έσω μεν σχέσεις οι διατάξεις περί εντολής η συμβάσεως εργασίας, στις προς τις έξω δε οι διατάξεις περί πληρεξουσιότητος.

Άσκηση 23
Ο Α εκδίδει συναλλαγματική εις διαταγήν του λήπτη Λ, την οποία αποδέχθηκε ο Β. Υπέρ του Β τριτεγγυήθηκε ο Τ. Κατόπιν ο Λ την οπισθογραφεί και την παραδίδει στον Κ, ο Κ την οπισθογραφεί και την παραδίδει με την σειρά του στον Κ1 και αυτός την οπισθογραφεί και την παραδίδει στον Κ2. Ο Κ2 κατά την λήξη εμφάνισε νόμιμα την συναλλαγματική προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε.
Ερωτάται:
α. Ποιοί είναι οι άμεσοι υπόχρεοι εκ της παραπάνω συναλλαγματικής και ποιοί οι εξ αναγωγής;
β. Ανάλογα κατά ποιών υποχρέων θέλει να στραφεί, υπάρχουν διατυπώσεις και ποιές, στις οποίες πρέπει να προβεί ο Κ2;

α. Από τα πρόσωπα τα οποία ευθύνονται από την συναλλαγματική μόνον η ευθύνη του αποδέκτου είναι κύρια η πρωτογενής. Όλων των υπολοίπων υπογραφέων, του εκδότου, του τριτεγγυητού, των οπισθογράφων, η ευθύνη είναι εγγυητική (πρόσθετη η δευτερογενής), με την έννοια ότι αυτοί ευθύνονται μόνον εάν η συναλλαγματική εξελιχθεί ανώμαλα, ήτοι όπως λέγεται, αν αυτή περιέλθει σε κατάσταση ανάγκης (δοκιμασίας), εάν δηλ., είτε δεν πληρωθεί κατά την λήξη της, είτε δεν γίνει δεκτή κατά την νόμιμη εμφάνιση προς αποδοχή, είτε από άλλα περιστατικά, που επέρχονται προ της λήξεως και καταστεί επισφαλής η πληρωμή της. Η επιδίωξη της εκ της συναλλαγματικής απαιτήσεως κατά των απωτέρων τούτων υποχρέων καλείται αναγωγή.
Αναγωγή μπορεί να ασκήσει, όχι μόνον ο κατά την λήξη της η και πριν από αυτή, κομιστής συναλλαγματικής, αλλά και κάθε ένας που την πλήρωσε κατόπιν αναγωγής. Την περαιτέρω αυτή αναγωγή την ασκεί κατά των προγενεστέρων αυτού υπογραφέων της συναλλαγματικής, που είναι υπόχρεοι προς αυτόν.

Άσκηση 24
Ὁ Α εκδίδει συναλλαγματική εις διαταγήν του λήπτη Λ, την οποία αποδέχθηκε ο Β. Υπέρ του Β τριτεγγυήθηκε ο Τ. Κατόπιν ο Λ την οπισθογραφεί και την παραδίδει στον Κ, ο Κ την οπισθογραφεί και την παραδίδει με την σειρά του στον Κ1. Ο Κ1 κατά την λήξη εμφάνισε νόμιμα την σύναλλαγματική προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε. Ερωτάται:
α. Αν ο Κ1 ξέχασε να συντάξει διαμαρτυρικό εντός της νομίμου προθεσμίας χάνει κάποιο δικαίωμα και κατά ποιών ;
β. Μπορεί να στραφεί τώρα κατά κάποιων υποχρέων από την παραπάνω συναλλαγματική και μέσα σε ποιά προθεσμία;

Άσκηση 25
α. Ποιά περίοδος ονομάζεται ύποπτη περίοδος;
β. Τι σημαίνει πτωχευτική απαλλοτρίωση;
γ. Ο Α μετά την κήρυξή του σε πτώχευση σπεύδει στον κοσμηματοπώλη Β και απαιτεί να του παραδώσει μία συλλογή πολύτιμων λίθων, την οποία του είχε παραδώσει προς φύλαξη. Ο Β αρνείται να του την παραδώσει επικαλούμενος την κήρυξή του σε πτώχευση. Έχει δίκιο;

α. Ως ύποπτη περίοδος ορίζεται η περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στην ημέρα παύσεως των πληρωμών και την ημέρα της δημοσιεύσεως στο ακροατήριο της αποφάσεως με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση. Η ημέρα παύσεως των πληρωμών προσδιορίζεται είτε από τον Νόμο είτε με δικαστική απόφαση.
β. Η κήρυξη της πτωχεύσεως επάγεται σπουδαιότατα αποτελέσματα ως προς τα δικαιώματα του πτωχεύσαντος επί της περιουσίας του. Από την στιγμή, που δημοσιεύεται στο ακροατήριο (ΚΠολΔ 304) η απόφαση για την κήρυξη της πτωχεύσεως, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως (διαχειρίσεως και διαθέσεως) της πτωχευτικής περιουσίας.
Ο πτωχεύσας δεν στερείται απλώς του δικαιώματος της διαχειρίσεως της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά και του δικαιώματος της διαθέσεως των περιλαμβανομένων στην πτωχευτική περιουσία αντικειμένων. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει μόνον την κατά τον χρόνον της κηρύξεως της πτωχεύσεως ανήκουσα στον πτωχεύσαντα περιουσία.

γ. Ως περιουσία νοείται το σύνολο της ενεργητικής περιουσίας που αποτελείται από πράγματα που έχουν περιουσιακή αξία, όπως είναι η κυριότητα επί κινητών και ακινήτων, εμπράγματα δικαιώματα, απαιτήσεις που έχουν περιουσιακή αξία, όπως π.χ. το σήμα, ο διακριτικός τίτλος, το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας. Επομένως και η απαίτηση για παράδοση της συλλογής των πολυτίμων λίθων που έχει περιουσιακή αξία, αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας που πρέπει να αποδοθεί στον σύνδικο της πτωχεύσεως και κατά συνέπεια στην ομάδα των πιστωτών.

Άσκηση 26
Οἱ Α και Β και Γ έχουν συστήσει την «Α και Β και Γ ΟΕ», το κατασταστικό της οποίας έχει δημοσιευθεί νόμιμα στο Πρωτοδικείο Πατρών. Στο κατασταστικό δεν ορίζεται ποιός είναι διαχειριστής. Ερωτάται:
α. Ποιός είναι αρμόδιος να εκδίδει συναλλαγματικές και να αποδέχεται συναλλαγματικές για λογαριασμό της ΟΕ;
β. Είναι δυνατόν με το καταστατικό να έχει οριστεί ως διαχειριστής ο Δ που δεν είναι εταίρος;

Άσκηση 27
Ποιές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στην παραγγελία, στην μεσιτεία και στην πρακτορία;

Άσκηση 28
Ο βιομήχανος Α προμηθεύεται μεγάλη ποσότητα πρώτης ύλης για το εργοστάσιό του από τον Β και πιστώνεται το τίμημα. Μετά την μεταποίηση της πρώτης ύλης και την πάροδο της προθεσμίας αποπληρωμής αρνείται να πληρώσει τον Β, ισχυριζόμενος ότι η πρώτη ύλη ήταν ελαττωματική. Επειδή η απαίτηση είναι μεγάλη και επιβαρύνεται και με τόκους, ο Β σκέφτεται να κηρύξει τον Α σε πτώχευση.
Ποιά κατά την γνώμη σας θα ήταν η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου; Θα γινόταν δεκτή η αίτηση του Β και γιατί;




Άσκηση 29
Οἱ Α, Β και Γ εφοπλιστές, οι οποίοι έχουν την εκμετάλλευση του πλοίου «Μαρίνα», θέλουν να συστήσουν μιας μορφής εταιρεία μεταξύ τους. Κάπου άκουσαν, ότι μπορούν να ιδρύσουν μόνο μία συμπλοιοκτησία. Αν απευθύνονταν σε σας τι θα τους λέγατε;

Άσκηση 30
Η «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΑΤΕ» (ανώνυμη τεχνική εταιρεία) έχει μετοχικό κεφάλαιο 3.000.000 ευρώ. Η παραπάνω ανώνυμη τεχνική εταιρεία θέλει να συμμετάσχει στον διαγωνισμό για την κατασκευή της ΙΟΝΙΑΣ ΟΔΟΥ, πλην όμως στον διαγωνισμό μπορούν να συμμετάσχουν εταιρείες που έχουν μετοχικό κεφάλαιο από 10.000.000 ευρώ και άνω. Στο κατασταστικό της «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΑΤΕ» δεν προβλέπεται τίποτα σχετικό με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Ερωτάται:
α. Είναι δυνατή η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΑΤΕ» και σε καταφατική περίπτωση, ποιό όργανο της εταιρείας είναι αρμόδιο να λάβει την σχετική απόφαση και γιατί;
β. Χρειάζονται άλλες προϋποθέσεις και διατυπώσεις για να είναι έγκυρη η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, και σε καταφατική περίπτωση, ποιές είναι αυτές;

Άσκηση 31
α. Ποιά διαφορά υπάρχει ανάμεσα στο εταιρικό κεφάλαιο και στην εταιρική περιουσία μιας ΑΕ;
β. Ποιά η έννοια της μετοχής;
γ. Πως γίνεται ο έλεγχος της ΑΕ;

Άσκηση 32
Ὁ εκδίδει στην Ελλάδα μία επιταγή εις διαταγήν του Κ πληρωτέα από την Τράπεζα Πίστεως, όπου διατηρεί σχετικό λογαριασμό. Ερωτάται:
α. Ποιά θα είναι η προθεσμία εμφανίσεως της παραπάνω επιταγής προς πληρωμή;
β. Επιτρέπεται η ανάκληση της επιταγής από τον Α και πότε;

Άσκηση 33
Ποιές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στο leasing και στο factoring;

Άσκηση 34
Οι Α, Β και Γ συστήνουν μία προσωπική εταιρεία εισαγωγών – εξαγωγών, εισφέροντας οι μεν Α και Β ορισμένο ποσό χρημάτων και ο Γ την προσωπική του εργασία. Ο Α δεν ευθύνεται πέρα από το ποσό, που έχει εισφέρει.
Ερωτάται:
α.Τι είδους προσωπική εταιρεία συνέστησαν οι Α, Β και Γ;
β. Ποιοί μπορούν να ορισθούν διαχειριστές της εταιρείας και πως μπορεί να σχηματισθεί η επωνυμία της;

α. Η εταιρεία που συνέστησαν οι Α, Β και Γ είναι απλή ετερόρρυθμη εταιρεία. Στην απλή ετερόρρυθμη εταιρεία ένας η περισσότεροι εταίροι ευθύνονται προσωπικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της εταιρείας, και ένας η περισσότεροι εταίροι ευθύνονται περιορισμένα μέχρι το ύψος της εισφοράς τους.
β. Διαχειριστές μπορούν να ορισθούν οι Β και Γ. Και η επωνυμία της εταιρείας σχηματίζεται από τα ονόματα των Β και Γ. Αν συμπεριληφθεί το όνομα του ετερορρύθμου εταίρου στην επωνυμία της θα ευθύνεται και αυτός ως ομόρρυθμος, προσωπικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον.

Άσκηση 35
Ποιές είναι οι συνέπειες της κηρύξεως της πτωχεύσεως του εμπόρου;

Άσκηση 36
Ο Ε ήταν ανήλικος, όταν υπέγραφε ως εκδότης συναλλαγματική αποδοχής του Π και με λήπτη τον Λ. Ο Λ οπισθογραφεί την σύναλλαγματική στον Ο1 και αυτός στον Κ. Κατά την λήξη της συναλλαγματικής ο Π δεν πληρώνει και ο Κ στρέφεται κατά του Ε. Ερωτάται, αν είναι έγκυρη η συναλλαγματική και αν ο Ε ευθύνεται και γιατί.

Άσκηση 37
Ο λήπτης Λ σύναλλαγματικής εκδόσεως του Ε και αποδοχής του αποδέκτη - πληρωτή Π πεθαίνει πριν από την λήξη της.
Ο κληρονόμος Κ την βρίσκει και την εμφανίζει στον αποδέκτη – πληρωτή για πληρωμή.
Ο αποδέκτης – πληρωτής Π ισχυρίζεται, ότι είχε εξοφλήσει τον λήπτη Λ πριν αυτός πεθάνει.
Ἐρωτᾶται, αν υποχρεούται να πληρώσει τον κληρονόμο;

Άσκηση 38
Ο Α εκδίδει για τις ανάγκες του επαγγέλματός του επι-ταγές.
Ερωτάται:
α. Αποκτά ο Α την εμπορική ιδιότητα;
β. Αν ο Α εκδίδει επιταγές έχοντας οριστεί από το καταστατικό ως γενικός διευθυντής μιας ανωνύμου εταιρείας αποκτά την εμπορική ιδιότητα;

Άσκηση 39
Ερωτάται, αν είναι έμποροι:
Ο φορτηγατζής, ο οποίος είναι και ιδιοκτήτης του φορτηγού;
Ο χρηματιστής του χρηματιστηρίου αξιών;
Ο γλύπτης, που κατασκευάζει με τα χέρια του αγάλματα και στη συνέχεια τα μεταπωλεί;
Ο συγγραφέας, που γράφει βιβλία και τα δίνει σε εκδοτικό οίκο για έκδοση και μεταπώληση;

Άσκηση 40
Ο Ε, εμφανής εταίρος αφανούς εταιρείας, στην ὁποία μετέχουν ως αφανείς εταίροι οι Α και Β, δανείσθηκε από τον Γ 5.000.000 Ευρώ για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.
Ερωτάται, επειδή στη λήξη του δανείου ο Ε δεν πληρώνει, αν ο Γ μπορεί να επιτύχει την κήρυξη της πτώχευσης:
1.Της αφανούς εταιρείας;
2.Του Ε;
3.Των Α και Β;

Άσκηση 41
Ποιές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στις κεφαλαιουχικές και στις προσωπικές εταιρείες;
Αναφέρατε παραδείγματα προσωπικών και κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Άσκηση 42
Ο Α εκδίδει στην Ελλάδα μία επιταγή εις διαταγήν του Κ, πληρωτέα από την Τράπεζα Πειραιώς, όπου διατηρεί σχετικό λογαριασμό.
Ερωτάται:
α. Ποιά θα είναι η προθεσμία εμφανίσεως της παραπάνω επιταγής προς πληρωμή;
β. Επιτρέπεται η ανάκληση της επιταγής από τον Α και πότε;



Γενική Βιβλιογραφία

(Εκτός από την παρατιθέμενη γενική βιβλιογραφία, γίνονται ειδικώτερες ολοκληρωμένες αναφορές στις υποσημειώσεις του βιβλίου σε άρθρα που είναι δημοσιευμένα σε νομικά περιοδικά αλλά και σε σχετικές δικαστικές αποφάσεις)


Ελληνική

Αλεξανδρίδου, Ε., Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, ελληνικό και κοινοτικό, τ. β , 1996
Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Ε., Ζητήματα από το δίκαιο της Πληροφορικής, 2002.
Αναγνωστοπούλου, Δ., Προβλήματα δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας από την χρήση πολυμέσων στην κοινωνία των πληροφοριών, ΕΕΕυρΔ 1996, 993.
Αναστασιάδης, Ελληνικόν εμπορικόν δίκαιον, τόμοι Ι-ΙΙΙ, 4η έκδοση 1937-1938, 5η έκδοση τόμος Ι, τεύχη Α-Β 1949.
Βούτση, Κ., Γενικόν Εμπορικόν Δίκαιον, Αθήναι 2000.
Γεωργακόπουλος, Λεωνίδας, Το δίκαιον των εταιρειών, τόμοι 1-3, 1965-1974 και τόμος 4ος 1991.
Γεωργιάδης, Α., Γ., Σύναψη συμβάσεως μέσω Διαδικτύου, 2003.
Γιαννόπουλος, Γ., Ροή πληροφοριών στο Διαδίκτυο (Τεχνολογία και Νομικές ρυθμίσεις), 2002.
Γιαννόπουλος Θ., Όψεις και προβλήματα Ηλεκτρονικής Εγκληματικότητας, ΝοΒ 1986, 170.
Δαγτόγλου, Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τ. Α , 1991.
Δελούκας, Αξιόγραφα, 2η έκδοση, 1976.
Δελούκας, Η εμπορική επιχείρησις και η προστασία αυτής, τεύχος 1ον, 1977.
Δημαράς, Ν., Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, 5η έκδοση, 2009.
Δημαράς, Ν., Εμπορικές συμβάσεις μέσω διαδικτύου, ΔΕ&Ε, 145, 164-168.
Ιγγλεζάκης, Δ., Ι., Το νομικό πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, 2003.
Καΐσσης Α - Παρασκευόπουλος Ν., Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, 2001.
Καλλινίκου, Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και Internet, Οδηγία 2001/29/ΕΚ, 2001.
Καλλινίκου, Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία των πληροφριών, ΔΕΕ 1998.
Καράκωστας, Ι., Δίκαιο και Internet: Νομικά ζητήματα του Διαδικτύου, 2003.
Καραβάς, Εμπορικόν Δίκαιον, τόμοι Ι-ΙΙ, 1947-1965.
Καραβάς, Στοιχεία Πτωχευτικού Δικαίου, τεύχος Α, 1960.
Κοτσίρης, Πτωχευτικόν Δίκαιον, 6η έκδοση 1998.
Κουμάντος, Γ., Πνευματική ιδιοκτησία, 2000 .
Λουκόπουλου, Στοιχεία εμπορικού δικαίου, 1967.
Μανιώτης, Δ., Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσω διαπίστωσης της γνησιότητος των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998.
Μανιώτης, Δ., Η σύναψη της ηλεκτρονικής συμβάσεως και η ευθύνη των παρεχόντων συνδρομή στην κατοχύρωση της γνησιότητος και του αναλλοιώτου των ηλεκτρονικών εγγράφων, 2003.
Μαρίνος, Α., Το Internet και οι συνέπειές του κυρίως στο χώρο του δικαίου ΕλλΔνη 1998, 220.
Μούζουλας, Σ., Συναλλαγές διαμέσου του Internet, ΕλλΔνη 1998, 15.
Ξηρός, Θ., - Εμίρη, Θ., Το νομικό πλαίσιο των τηλεπικοινωνιών, 2003.
Παπαδημητρίου, Γ. Το νομικό καθεστώς του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, ΔΕΕ 1995, 841.
Παπαθωμά-Μπέτγκε, Α., Ηλεκτρονικό εμπόριο: Νομικά ζητήματα κατά τη σύναψη εμπορικών συμβάσεων στο Internet, 1999.
Παμπούκης, Πανδρόσου - Αρχανιωτάκη, Εμπορικό Δίκαιο, Εισαγωγή, Θεμελιώδεις Έννοιες, έκδοση 4η 2001.
Παπαγιάννης, Δίκαιον Ανωνύμων Εταιρειών, 1997.
Περάκης, Ευ. Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, 1999.
Πέρδικα, Εγχειρίδιον εμπορικού δικαίου, έκδοση 3η, τόμοι Ι-ΙΙ, 1960-1963.
Πετιμεζάς, Εμπορικόν Δίκαιον, τόμος Ι, 1926-29.
Πουλάκου-Ευθυμιάτου, Επιτομή Εμπορικού Δικαίου, 4η έκδοση, 2003.
Ρόκας, Κωνσταντίνος, Πτωχευτικόν Δίκαιον, 13η έκδοση, 1978 (ανατύπωσις 1979).
Ρόκας, Κωνσταντίνος, Εμπορικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, έκδοση 4η, 1972.
Ρόκας, Νικόλαος, Εμπορικαί Εταιρείαι, 4η έκδοση, 1996.
Ρόκας, Νικόλαος, Αθέμιτος ανταγωνισμός, 1975.
Ρόκα, Ν., Σύγχρονη τεχνολογία και εμπορικό δίκαιο, ΕεμπΔ 1998, 1.
Σανταμούρη, Ευφροσύνη, Πνευματική ιδιοκτησία, 2003, με εποπτεία Ι. Σπυριδάκη.
Σιδηρόπουλος, Θ., Το Δίκαιο του Διαδικτύου, 2003.
Τουντόπουλος, Β.- Χατζόπουλος, Β., Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις στο Διαδίκτυο. Το πρόβλημα των domain names, 2001.
Τσιριντάνης, Στοιχεία εμπορικού δικαίου, 6η εκδοση, τόμοι Α και Β, 1962-1964.
Μυλωνόπουλος, Χ., Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και Ποινικό Δίκαιο, 2000.


Γερμανική

Bleiweiß, C., Rechtliche Aspekte des ''Electronic Commerce'', JA 2000.
Bydlinski, Handels- oder Unternehmensrecht als Sonder-privatrecht, 1990.
ders. System und Prinzipien des Privatrechts, 1996.
Bydlinski, Zentrale Änderungen des HGB durch das Handelsrechtsreformgesetz, ZIP 1998, 1169.
Brox, Handels- und Wertpapierrecht, 17. Aufl. 2004.
Buchner, B., E-Commerce und effectiver Rechtsschutz oder: Wer folgt wem wohin? EWS 2000, 147ff.
Bultmann, G.,-Rahn, H., Rechtliche Fragen des Teleshoping, NJW 1988, 2432
Canaris, Claus-Wilhelm, Handelsrecht, 23. Aufl. 2000.
Clemens, R., Die elektronische Willenserklärung-Chancen und Gefahren, NJW 1985.
Emmerich, Unlauterer Wettbewerb, 6. Aufl. 2002.
Fetzer, Liberalisierung und Europäisierung des Firmenrechts, ZHR, 161 (1997) 52.
Frantzioch, Ist das neue Lagerrecht auch das alte?, in: Transport- und Vertriebsrecht 2000, 1999, S. 187.
Junker, A., Internationales Vertragsrecht im Internet, RIW 1999.
Heck, Weshalb besteht ein vom dem bürgerlichen gesondertes Handelsprivatrecht? AcP 92, (1902), 438.
Leßmann, Vom Kaufsmannrecht zum Unternehmens-recht? Festgabe Zivilrechtslehrer 1934-1935, 1999, S. 361.
Lieb, Probleme des neuen Kaufmannsbegriffs, NJW 1998, 95.
Lieb, Gewährleistung beim Unternehmenskauf, FS für Gernhuber, 1993, S. 259.
Lutter-Welp, Das neue Firmenrecht der Kapitalgesellschaften, ZIP 1999, 1073.
Raisch, Bedeutung und Wandlung des Kaufmannsbegriffs in der neueren Gesetzgebung, FS für Ballerstedt, 1975, S. 443.
Roth, Das neue Firmenrecht, in Bayer-Stiftung (Hrsg.) Die Reform des Handelsstandes und der Personengesellschaften 1999, S. 31.
Saenger, Die Reform des deutschen Handels- und Transportrechts, FS für Leser, 1998, S. 199.
Schmidt, Das HGB und die Gegenwartsaufgaben des Handelsrechts.
Schütte, Leistungsstörungen im Kommissionsrecht, 1988.
Thume, Das neue Transportrecht, BB 1998, 2117.
Treber, Der Kaufmann als Rechtsbegriff im Handels- und Verbraucherrecht, AcP 199 (1999), 525.
Zöllner, Wovon handelt das Handelsrecht?, ZGR, 1983, 82.


Γαλλική

Escarra et Rault, Principes de droit commercial, Paris, 1934, vol. 1.
Escarra, J., Cours de droit commercial, nouvelle édition, Paris 1952.
Hammel et Legarde G., Traité de droit commercial, vol. A, Paris, 1954.
Ripert, G., Traité élémentaire de droit commercial,
Rousseau, H., Cassation req. 1934, I, 129.
Thaller et Percerou, Traité élémentaire de droit commercial, éd. 8, vol. 1.
Julliot de la Morandière, Droit commercial, vol. I, éd. 5 par Rodière R. et Houin, R. Paris, 1968.


Αγγλική

Wright, Commercial Law, I,II, 1950.
Mounce and Dawson, Buiseness Law, 1958.
Farnsworth-Honnold, Cases and materials on Commercial Law, 2nd edition, 1968.
Wisch, Competition Law, 3d edition, 1993.
Woude-Jones, Lewis, E.C. Competition Law Handbook, 1999.

1 σχόλιο:

  1. tin apantisi tis erwtisis 41. poies einai oi diafores anamesa stis kefaleouxikes kai stis prwsopikes etairies kai ta paradigmata tous.

    ΑπάντησηΔιαγραφή