Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Πρακτικά παραδείγματα
και επαναληπτικές ασκήσεις
στα διδαχθέντα κεφάλαια:

Έννοια εμπόρου. Κριτήριο και Τεκμήριο εμπορικότητος. Διαμεσολάβηση, κερδοσκοπία και επένδυση κεφαλαίου ως κριτήρια της εμπορικότητος μιας πράξεως. Κτήση και απώλεια της εμπορικής ιδιότητος. Αντικειμενικά εμπορικές πράξεις (παλαιότερες και νεότερες). Leasing, franchising, factoring. Εμπορικότητα κατά το ουσιαστικό και κατά το τυπικό σύστημα. Παράγωγη εξ υποκειμένου και εξ αντικειμενου εμπορικότητα.
Αξιόγραφα: Συναλλαγματική, γραμμάτιο σε διαταγή και επιταγή. Αρχές στην συναλλαγματική (αυτοτέλειας και αναιτιώδες). Διαφορές συναλλαγματικής από το γραμμάτιο σε διαταγή. Αναγωγή. Διαμμαρτυρικό. Παραγραφή. Λειτουργίες της συναλλαγματικής (εγγυητική, πιστωτική και ως μέσου βραχυχρόνιας επένδυσης κεφαλαίων).
Ανάκληση επιταγής. Ακάλυπτη επιταγή (έλλειψη διαθεσίμου ή επαρκούς προβλέψεως). Μεταχρονολογημένη επιταγή. Προβλήματα.

Άσκηση 1.
Ποιό είναι το κριτήριο της εμπορικότητος;

Όπως αναπτύξαμε στο ιδιαίτερο κεφάλαιο για τον προσδιορισμό του κριτηρίου της εμπορικότητος, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η εμπορικότητα με τα κλασσικά κριτήρια της μεσολαβήσεως, της κυκλοφορίας των αγαθών και της κερδοσκοπίας.
Η πείρα έδειξε ότι αυτό που κάνει μια δραστηριότητα εμπορική δεν είναι το περιεχόμενό της αλλά η μέθοδος που χρησιμοποιεί στην άσκησή της και ανεξάρτητα από το αν ο νόμος την ονομάζει η όχι εμπορική.
Κριτήριο της εμπορικότητος πρέπει να είναι η δραστηριότητα της επιχειρήσεως, όχι όμως στην αφηρημένη έννοια της επιχειρήσεως, αλλά στην έννοια της επιχειρήσεως που λειτουργεί και αποδίδει λόγω της επενδύσεως κεφαλαίου.
Έτσι δίνεται απάντηση στο θεμελιακό πρόβλημα, ποιά επιχείρηση χαρακτηρίζεται ως εμπορική.
Εάν μία επιχείρηση παρουσιάζει αυτά τα γνωρίσματα, δηλ. λειτουργεί και αποδίδει λόγω της επενδύσεως κεφαλαίου, είναι εμπορική και κάνει έμπορο αυτόν που την ασκεί. Και όσο μεγαλύτερη είναι η επένδυση κεφαλαίου, τόσο βεβαιότερος είναι και ο χαρακτηρισμός της δραστηριότητος αυτής ως εμπορικής.
Η άποψη αυτή, που κατά την γνώμη μας είναι η ορθότερη και επαληθεύεται πάντοτε, στηρίζεται στο άρθρο 2 του διατάγματος περί εμποροδικείων, το οποίο απαριθμεί μεταξύ των εμπορικών πράξεων επτά είδη επιχειρήσεων, της χειροτεχνίας, παραγγελίας, μετακομίσεως δια γης η ύδατος, προμηθείας, πρακτορείας, πλειστηριάσεως και δημοσίων θεαμάτων.

Άσκηση 2.
Πότε μία πράξη χαρακτηρίζεται εμπορική κατά το υποκει-μενικό και πότε κατά το αντικειμενικό σύστημα;

Κεντρική έννοια του εμπορικού δικαίου κατά το υποκει-μενικό σύστημα είναι το πρόσωπο έμπορος, το υποκείμενο δηλ. της εμπορικής δραστηριότητας. Το εμπορικό, λοιπόν, δίκαιο που διαμορφώνεται με βάση το υποκειμενικό σύστημα είναι το δίκαιο των εμπόρων.
Γι’ αυτό το λόγο το εμπορικό μας δίκαιο ορίζει πρώτα την έννοια του εμπόρου και στη συνέχεια τις προϋποθέσεις που χρειάζεται ένα πρόσωπο για να γίνει έμπορος, και μετά τις συνέπειες που έχει όταν είναι έμπορος.
Μία πράξη χαρακτηρίζεται, κατά το υποκειμενικό σύστημα, ως εμπορική, όταν γίνεται από έμπορο για τις ανάγκες της εμπορίας του.

Κατά το αντικειμενικό σύστημα κεντρική έννοια του εμπορικού δικαίου είναι το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριό-τητος, της ασκήσεως δηλ. εμπορικών πράξεων.
Ποιές είναι όμως οι εμπορικές πράξεις;
Εμπορικές είναι οι πράξεις που ο νόμος τις χαρακτηρίζει ως καθ’ αυτές εμπορικές.
Ο νόμος τις χαρακτηρίζει ως εμπορικές, γιατί αποβλέπει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, δηλ. στο σκοπό, στη μορφή η στο αντικείμενό τους.

Και κατά το αντικειμενικό σύστημα όμως, εκείνο που κάνει το πρόσωπο έμπορο είναι το επάγγελμα και όχι οι εμπορικές πράξεις καθ’ εαυτές, γιατί το βασικό χαρακτηριστικό και του αντικειμενικού συστήματος είναι η συχνότητα της επαναλήψεως της εμπορικής πράξης που γίνεται κατ’ επάγγελμα και όχι η τυχαία άσκησή της.

Άσκηση 3.
Ποιό σύστημα υιοθετεί το δίκαιό μας για τον προσδιορισμό της εμπορικότητος μιας πράξεως;

Το δίκαιό μας, όπως είδαμε στο σχετικό κεφάλαιο, πρώτα δίνει την έννοια του εμπόρου και στη συνέχεια ορίζει τις αντικειμενικές εμπορικές πράξεις. Στις πράξεις που ορίζει ως εμπορικές προσθέτει και ένα μεγάλο αριθμό εμπορικές δραστηριότητες που είναι και περισσότερες.
Το δίκαιό μας, επομένως, υιοθετεί ένα μεικτό σύστημα που περιέχει τόσο στοιχεία του υποκειμενικού, όσο και του αντικειμενικού συστήματος, όπως συνέβαινε και στη Γαλλία, από το δίκαιο της οποίας επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό και το δικό μας Εμπορικό Δίκαιο.

Ασκήσεις 4 και 5.
α. Κάποιος εκδίδει συνήθως επιταγές με τις οποίες εξοφλεί τα χρέη του. Είναι έμπορος;
β. Η οπισθογράφηση συναλλαγματικής η γραμματίου εις διαταγήν προσδίδει την εμπορικήν ιδιότητα στον οπισθογρα-φήσαντα;

Μόνον, βεβαίως, το γεγονός της επαναλήψεως αυτών των συγκεκριμένων αντικειμενικών εμπορικών πράξεων δεν προσδίδει την εμπορική ιδιότητα στο πρόσωπο που τις ασκεί.
Για να χαρακτηρισθεί, επομένως, κάποιος ως έμπορος θα πρέπει να ασκεί αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, οι οποίες από την φύση τους θα πρέπει να είναι ικανές να διαμορφώσουν επάγγελμα. Γιατί, ως γνωστόν, υπάρχουν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, που όσο συχνά και αν ασκούνται δεν είναι δυνατόν να προσδώσουν από μόνες τους την εμπορική ιδιότητα σε κάποιο πρόσωπο που τις ασκεί, όπως στα ανωτέρω παραδείγματα.

Άσκηση 6.
Ο Δ πωλητής μεταχειρισμένων κοσμημάτων, ενώ στην πραγματικότητα είναι δικηγόρος, που κάπου-κάπου αγοράζει κάποια κοσμήματα με σκοπό τη μεταπώληση, αποκομίζοντας και εμφανίζεται στους κοσμικούς κύκλους της Πάτρας ως έμπορος πολυτίμων μετμικρά κέρδη.
Η κυρία Κ του πωλεί ένα χρυσό ρολόι και ένα μονόπετρο δαχτυλίδι.
Επειδή ο Δ δεν της καταβάλλει εγκαίρως το τίμημα ζητά την κήρυξή του σε πτώχευση.
Ὁ Δ αντιτείνει ότι δεν είναι έμπορος.
α) Ευσταθεί ο ισχυρισμός του Δ;
β) Ποιές οι προϋποθέσεις κηρύξεως της πτωχεύσεως;

Άσκηση 7.
Με βάση ποιές αρχές το δικαστήριο εξετάζει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παύσεως των πληρωμών;

Το δικαστήριο εξετάζει με βάση δύο αρχές αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παύσεως των πληρωμών:
α. την καλοπιστία του εμπόρου και την σοβαρότητα των ενστάσεών του κατά του αιτούντος δανειστή του, και
β. να μην εξακολουθεί τις πληρωμές του ο έμπορος με καταστρεπτικά και δόλια μέσα για να εμποδίσει την κήρυξή του σε πτώχευση (π.χ. πώληση εμπορευμάτων σε τιμές πολύ χαμηλότερες απο τις τρέχουσες η δημιουργία ψευδών απαιτήσεων κατά τρίτων με σκοπό την δημιουργία εντυπώσεων περί φερεγγυότητός του).

Άσκηση 8.
Ποιός είναι ο σκοπός της πτωχευτικής ανάκλησης;

Με την πτωχευτική ανάκληση επιχειρείται η αποκατάσταση της μειώσεως της περιουσίας του οφειλέτη-εμπόρου, που επήλθε μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως, έτσι ώστε να επανέλθει η περιουσία του πτωχού στην κατάσταση στην οποία θα έπρεπε να είναι χωρίς τις πράξεις του εμπόρου που πτώχευσε.

Άσκηση 9.
Έμπορος που βρίσκεται σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών δωρίζει στον ανηψιό του ένα φορτηγό αυτοκίνητο της εταιρείας του μεγάλης αξίας.
Ερωτάται:
Είναι έγκυρη η δωρεά του;
Πως προστατεύονται οι πιστωτές του εμπόρου;
Ποιές άλλες πράξεις είναι ανακλητές και πως γίνεται η ανάκληση;

Η δωρεά είναι είναι χαριστική πράξη και άρα είναι υποχρεωτικά ανακλητή γιατί είναι ἐπιζήμια γιά την ομάδα των πιστωτών.
Οι πράξεις που έγιναν από τον έμπορο μέσα στην ύποπτη περίοδο με σκοπό την μείωση της πτωχευτικής περιουσίας του εμπόρου και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών διακρίνονται σε πράξεις υποχρεωτικής ανακλήσεως (άρθρο 42) και σε πράξεις δυνητικής ανακλήσεως (άρθρο 43).
Ο Πτωχευτικός Κώδικας έχει συμπεριλάβει στα άρθρα 41 έως 51, ειδικές διατάξεις, με αντικείμενο την ανατροπή πράξεων του πτωχού, που έγιναν κυρίως, κατά την ύποπτη περίοδο, που εκτέινεται, από τον καθοριζόμενο από το Νόμο η την δικαστική περίοδο χρόνο παύσεως των πληρωμών, μέχρι την δημοσίευση της αποφάσεως, που κηρύσσει την πτώχευση, στο ακροατήριο του πτωχευτικού δικαστηρίου.
Στις πράξεις που υπόκεινται σε ανάκληση, εντάσσει, επίσης, τις επιχειρηθείσες εντός της τελευταίας πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως πενταετίας, δόλιες πράξεις, ανεξάρτητα από τον χρονικό περιορισμό της υπόπτου περιόδου.
Ο Νόμος διακρίνει τις πράξεις που επιχείρησε ο πτωχός εντός της υπόπτου περιόδου και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών, σε πράξεις υποχρεωτικής ανακλήσεως (άρθρο 42) και σε πράξεις δυνητικής ανακλήσεως (άρθρο 43).
Ορισμένες κατηγορίες πράξεων δυνητικής ανακλήσεως εξαιρούνται (άρθρο 45). Ειδική μνεία κάνει ο Νόμος στην ανάκληση πληρωμής χρηματογράφων από τον πτωχεύσαντα (άρθρο 47), ενώ ειδική νομοθεσία προβλέπει το ανακλητό η μη των πράξεων που έγιναν επί χρηματοοικονομικών συναλλαγών (άρθρο 46).

Πράξεις υποχρεωτικής ανακλήσεως είναι: Οι χαριστικές δικαιοπραξίες, η πληρωμή μη ληξιπροθέσμων χρεών, η ανώμαλη πληρωμή ληξιπροθέσμων χρεών, η σύσταση εμπράγματης η ενοχικής ασφάλειας για προϋπάρχουσες υποχρεώσεις.
Οι πράξεις αυτές λογίζονται ότι είναι επιζήμιες για τους πιστωτές (άρθρο 41) και ανακαλούνται κατά το άρθρο 42. Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ανάκλησή τους, αν δεν επιδιωχθεί ανατροπή του τεκμηρίου που θέτει ο Νόμος με την χρήση του όρου "λογίζονται".

Πράξεις δυνητικής ανακλήσεως είναι σύμφωνα με το άρθρο 43 "κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη η πληρωμή απ’ αυτόν ληξιπορθέσμων χρεών του, που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτωχεύσεως". Κάθε πράξη που είναι δυνητικά ανακλητή, μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διενέργεια της πράξης γνώριζε ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του και η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών. Κατά συνέπεια πράξεις δυνάμενες να ανακληθούν είναι: κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη και κάθε πληρωμή ληξιπροθέσμων χρεών.

Οι προϋποθέσεις της δυνητικής ανακλήσεως συνίστανται στην γνώση του αντισυμβαλλομένου του πτωχεύσαντος, κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης, ότι ο τελευταίος είχε παύσει τις πληρωμές του αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου στο επιζήμιο της πράξης για την ομάδα των πιστωτών.
Προς βοήθεια του συνδίκου και του δικαστηρίου η παρ. 2 του άρθρου 43 εισάγει νόμιμο, μαχητό, αποδεικτικό τεκμήριο ότι η παραπάνω γνώση του αντισυμβαλλομένου, ως προς την παύση των πληρωμών, τεκμαίρεται, εάν κατά την διενέργεια της πράξης αυτός "ήταν σύζυγος του οφειλέτη η συγγενής εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού η εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού η πρόσωπο με το οποίο ο οφειλέτης συζούσε το τελευταίο έτος πριν την διενέργεια της πράξης. Επί αντισυμβαλλομένου νομικού προσώπου το τεκμήριο της γνώσης αφορά τα ως άνω πρόσωπα, εφ’ όσον κατά την διενέργεια της πράξης είχαν την ιδιότητα του ιδρυτή η διοικητή η διευθυντή η διαχειριστή του. Το τεκμήριο δεν ισχύει, εάν η ανακλητική αγωγή εγερθεί μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτωχεύσεως".

Άσκηση 10.
Η Ζήτακαρ Α.Ε. πωλεί με επιφύλαξη της κυριότητος δύο μεταφορικά αυτοκίνητα στην εταιρεία Μεταφορική Ο.Ε., η οποία στην συνέχεια πτωχεύει. Σε ποιόν ανήκουν τα πωληθέντα αυτοκίνητα και ποιά τυχόν δικαιώματα έχει η πωλήτρια;

Αν πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως τρίτος, πωλητής, έχει πωλήσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη της κυριότητος και ο αγοραστής πτωχός έχει παραλάβει το πράγμα, όπως στο ανωτέρω παράδειγμα, η κήρυξη της πτωχεύσεως δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή, που απορρέουν από την επιφύλαξη της κυριότητος. Ο πωλητής δικαιούται να τάξει προθεσμία στον σύνδικο, προκειμένου να ασκήσει το κατά το άρθρο 29 δικαίωμα επιλογής. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί την εκπλήρωση, ο πωλητής έχει δικαίωμα αποχωρισμού του πράγματος από την πτωχευτική περιουσία, χωρίς ανάγκη προηγουμένης υπαναχωρήσεως. Ο πωλητής δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό μόνο μετά την υποβολή της κατά το άρθρο 70 παρ. 2 εκθέσεως του συνδίκου. Τα αυτοκίνητα ανήκουν κατά κυριότητα στην Ζήτακαρ, εφ’ όσον δεν έχει αποπληρωθεί το τίμημα. Στον κύριο, παρακαταθέτη και στον παραγγελέα ο Νόμος παρέχει δικαίωμα να διεκδικήσουν από την πτωχευτική περιουσία τα πράγματα που τους ανήκουν . Η Ζήτακαρ έχει δικαίωμα αποχωρισμού και αναλήψεως των αυτοκινήτων, τα οποία εμφανίζονται ως περιουσία του πτωχού και δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία αλλά στην πωλήτρια κατά κυριότητα.


Άσκηση 11.
Ο Ε έχει εργαστήριο επεξεργασίας βάμβακος. Ο Π έχει πωλήσει στον Ε ένα μηχάνημα συσκευασίας για το οποίο δεν έχει πληρωθεί ακόμη. Μπορεί να ζητήσει την αποπληρωμή του εντόκως από τότε που η απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη;

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι εμπορικές απαιτήσεις είναι εντόκως απαιτητές κατά το άρθρο 111 ΑΚ. Και οι δύο είναι έμποροι. Ο Ε ασκεί κατά σύνηθες επάγγελμα χειροτεχνία και ο Π αγοράζει προς μεταπώληση συνήθως μηχανήματα. Η αγορά του μηχανήματος από τον Ε είναι παράγωγα αντικειμενική πράξη εφ' όσον είναι υποτελής στην πρωτότυπα εμπορική πράξη της χειροτεχνίας.

Άσκηση 12.
Ο γιατρός Γ που διαμένει στην Θεσσαλονίκη διατηρεί στην Πάτρα χρυσοχοείο στο όνομα του αδελφού του Α. Ο προμηθευτής Π ενάγει και τον Α και τον Γ και ζητάει να κηρυχθούν σε πτώχευση οι δύο αδελφοί. Ο Γ αντιτείνει ότι δεν είναι έμπορος και πως το κατάστημα ανήκει στον αδελφό του Α.
Ευσταθούν οι ισχυρισμοί του Γ;

Ο Γ κρύβεται πίσω από τις δραστηριότητες του αδελφού του Α, που είναι πέραν πάσης αμφιβολίας έμπορος, αφού ενεργεί κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις (αγορά προς μεταπώληση).
Τα αποτελέσματα όμως των εμπορικών πράξεων επέρχονται στο πρόσωπο του Γ μετά την συμφωνία που έχουν κάνει.
Στην περίπτωση αυτή έχουμε το φαινόμενο του κρυπτομένου εμπόρου.
Ως έμποροι και οι δύο είναι δυνατόν να κηρυχθούν σε πτώχευση όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πτωχεύσεως.

Άσκηση 13.
Ο Ε πωλεί μέσω τηλεοπτικού διαύλου περσικά χαλιά με πλειστηριασμό, που διενεργεί το τμήμα διαφημίσεως πλειστη-ριάσεων του σταθμού. Είναι ο Ε έμπορος;

Ο Ε είναι έμπορος όχι γιατί ενεργεί επιχείρηση πλειστηριάσεως, καθώς η αντικειμενικά εμπορική πράξη της πλειστηριάσεως προϋποθέτει πώληση ξένων κινητών πραγμάτων, ενώ ο Ε πωλεί δικά του πράγματα, αλλά διότι αγοράζει ξένα κινητά πράγματα προς μεταπώληση κατά σύνηθες επάγγελμα, χωρίς να παίζει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο έγινε η μεταπώληση.

Άσκηση 14.
Η εταιρεία Ανταλ. Α.Ε. πωλεί μεταχειρισμένα γερμανικά ανταλλακτικά σε άριστη κατάσταση, τα οποία τα εισάγει ο Ε από τη Γερμανία για λογαριασμό της Α.Ε. Κατά την τελευταία παραγγελία η Α.Ε. κατέβαλε στον Ε 200.000 Ευρώ για την αγορά ανταλλακτικών και για την αμοιβή του Ε. Ο Ε αγόρασε τα ανταλλακτικά αλλά τα επώλησε στην εταιρεία Δέλτα-καρ αντί υψηλοτέρου τιμήματος.
Δύναται η Ανταλ.Α.Ε. να κάνει αγωγή στον Ε και για την απόδειξη της συμφωνίας να χρησιμοποιήσει μάρτυρες;

Εφ’ όσον η διαφορά πηγάζει από εμπορική πράξη, (επιχεί-ρηση παραγγελίας), είναι δυνατή η απόδειξη με μάρτυρες κατά το άρθρο 394 ΚΠολΔ, έστω και αν το ποσό είναι μεγαλύτερο από το οριζόμενο κάθε φορά στο άρθρο 393 ΚΠολΔ.


Άσκηση 15.
Η Ναυπηγική Α.Ε. κατασκευάζει για λογαριασμό του εφοπλιστού Ε ένα σκάφος αναψυχής αντί του ποσού των 800.000 Ευρώ. Ο Ε δεν κατέβαλε ολόκληρο το ποσό. Οφείλει ακόμη 300.000 Ευρώ. Εν τω μεταξύ έχουν παρέλθει πέντε χρόνια από τότε που έγινε απαιτητή η οφειλή της Α.Ε.
α. Μπορεί η Α.Ε. να αποδείξει την απαίτησή της με μάρτυρες;
β. Είναι υποχρεωμένος ο Ε να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και μετά τα πέντε χρόνια που πέρασαν από τότε που έγινε απαιτητή η οφειλή του;

Όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα είναι δυνατή η απόδειξη με μάρτυρες, γιατί η ναυπήγηση πλοίου είναι πρωτότυπα εμπορική πράξη του θαλασσίου εμπορίου κατά το άρθρο 3 του βασιλικού διατάγματος 2/14.05.1835.
Ωστόσο η απαίτηση της Α.Ε. έχει παραγραφεί για το επιπλέον οφειλόμενο ποσό, γιατί κατά το άρθρο 250 ΑΚ οι απαιτήσεις μεταξύ εμπόρων από την άσκηση εμπορικής δραστηριότητος υπάγονται σε πενταετή παραγραφή.

Άσκηση 16.
Στην επωνυμία Ετερόρρυθμης Εταιρείας αναγράφεται και το όνομα ενός ετερορρύθμου εταίρου.
Ερωτάται:
Ποιές οι συνέπειες από την αναγραφή;

Για να δοθεί απάντηση στο ἐρώτημα να μελετηθεί το αντίστοιχο κεφάλαιο περί ετερόρρυθμης εταιρείας στην παράγραφο 28 του συγγράμματός μας.

Άσκηση 17.
Χονδρέμπορος αγοράζει από παραγωγούς οπωροκηπευ-τικών προϊόντων μεγάλες ποσότητες λαχανικών και πορτοκαλιών. Μπορεῖ να αποδείξει με μάρτυρες τήν οικονομική διαφορά που ανέκυψε;

Η αγορά προς μεταπώληση είναι πρωτότυπα εμπορική πράξη για τον χονδρέμπορο και επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη ανεξάρτητα από το ύψος της επιδίκου διαφοράς.
Πρόκειται για μία ετερομερώς εμπορική διαφορά, δηλαδή είναι εμπορική διαφορά μόνον για τον χονδρέμπορο που αγόρασε οπωροκηπευτικά προϊόντα με σκοπό την μεταπώληση και όχι και για τους παραγωγούς γεωργούς. Μάρτυρες, επομένως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον από τους παραγωγούς εναντίον του χονδρεμπόρου ανεξάρτητα από το ύψος της επίδικης διαφοράς.
Αντιθέτως, ο έμπορος μπορεί να χρησιμοποιήσει μάρτυρες εναντίον των παραγωγών μόνον για απόδειξη επίδικης διαφοράς με όριο το ύψος του ποσού που ορίζει κάθε φορά ο ΚΠολΔ.

Άσκηση 18.
Ο Γ διατηρεί γυμναστήριο χωρίς άδεια λειτουργίας και αγοράζει όργανα γυμναστικής από τον μεγάλο προμηθευτή Π αθλητικών ειδών. Επειδή ανακύπτει σημαντική οικονομική διαφορά του Γ με τον Π, ο Γ καταφεύγει στο Εμπορικό Επιμελητήριο και ζητάει να εγγραφεί ως μέλος και να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες διαιτησίας που προσφέρονται απ’ αυτό. Μπορεί το Επιμελητήριο να αρνηθεί την εγγραφή του Γ;

Το Επιμελητήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την εγγραφή του Γ, γιατί η Γ αποκτά την εμπορική ιδιότητα, επειδή ενεργεί κατά σύνηθες επάγγελμα πρωτότυπες εμπορικές πράξεις, πρακτορείας και αγοράς με σκοπό τη μίσθωση (άρθρο 2 β.δ. 1835). Προσφέρει δηλ. υπηρεσίες, όπως εκγύμναση, προτείνει δίαιτες για καλύτερα αποτελέσματα έναντι αμοιβής κλπ.
Το γεγονός ότι άσκεί παρανόμως τις ανωτέρω εμπορικές πράξεις δεν εμποδίζει την κτήση της εμπορικής ιδιότητος.
Ωστόσο μπορεί μεν να εγγραφεί στο Εμπορικό Επιμελητήριο, δεν δικαιούται όμως να επωφεληθεί από τις ευμενείς συνέπειες της εμπορικής ιδιότητος.

Άσκηση 19.
Γραφείο διαφημιστικό επιμελείται την δημόσια εικόνα προσώπων (image maker), ο Α διατηρεί κέντρο αισθητικής και αδυνατίσματος, ο Χ χρησιδανείζει γεωργικά μηχανήματα σε διάφορους ιδιώτες.
Είναι εμπορικές οι ανωτέρω πράξεις;

Άσκηση 20.
Ο Α πωλεί τα ηλεκτρονικά είδη του καταστήματός του σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές, με σκοπό να απόσπάσει την πελατεία του Β.
Ο Β ασκεί αγωγή κατά του Α και του ζητάει αποζημίωση. Ταυτόχρονα περιλαμβάνει στην αγωγή του το αίτημα να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Θα ευδοκιμήσει η αγωγή του Β;

Κατά τον ΚΠολΔ (908 παρ. 1) το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να κηρύξει την απόφαση που εκδίδεται για εμπορικές διαφορές προσωρινά εκτελεστή.
Οι διαφορές που ανακύπτουν από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού είναι πρωτότυπα εμπορικές πράξεις κατά το άρθρο 19 του Ν. 149/1914, και επομένως το αίτημα του Β θα ευδοκιμήσει και το δικαστήριο μπορεί να κηρύξει την απόφαση που θα εκδόσει ως προσωρινά εκτελεστή.

Άσκηση 21
Ὁ Α έμπορος έχει προβλήματα ρευστότητας και οφείλει σε πολλούς. Συνεχίζει όμως να λειτουργεί την επιχείρησή του με το να εκποιεί τα εμπορεύματά του σε χαμηλότερες τιμές και να δανείζεται με υπερβολικό τόκο. Ερωτάται:
α. Είναι δυνατή η κήρυξή του σε πτώχευση παρ’ ότι δεν υπάρχει παύση πληρωμών;
β. Ας υποτεθεί, ότι ο Α κηρύχθηκε σε πτώχευση. Κατόπιν με χρήματα, που του έδωσε η γυναίκα του, κατόρθωσε να εξοφλήσει όλους τους πιστωτές του και άρχισε να ισχυρίζεται, ότι δεν τελεί πλέον σε πτώχευση και μπορεί να αρχίσει νέα εμπορία. Είναι ορθός ο ισχυρισμός του;
γ. Εάν όχι τι πρέπει να κάνει;

α. Στην περίπτωση αυτή η συνέχιση της εμπορίας γίνεται με μέσα, που συνεπάγονται αντίστοιχη μείωση της δυνατότητος ικανοποιήσεως των πιθανών πτωχευτικών πιστωτών στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό παρέχει ο νέος Νόμος το δικαίωμα στους πιστωτές να ζητήσουν να κηρύξουν τον έμπορο ως δόλιο χρεωκόπο. Τα άρθρα 171 επ. ορίζουν ρητά ότι όλες οι πράξεις του πτωχού, ακόμα και εκείνες που διεπράχθηκαν προτού κηρυχθεί η πτώχευση, καθίστανται "αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση η η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας". Κατά συνέπεια, δίωξη για δόλια χρεοκοπία, όσον αφορά τις προβλεπόμενες στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα πράξεις, μπορεί πλέον να ασκηθεί μόνο μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως η στην περίπτωση, που η σχετική περί κηρύξεως της πτωχεύσεως αίτηση απορριφθεί, λόγω ανεπάρκειας της πτωχευτικής περιουσίας προς κάλυψη των εξόδων (εξωτερικός όρος του αξιοποίνου).
β. Με την διάταξη του εδαφίου ζ τοῦ άρθρου 181 του νέου Νόμου 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας) καταργήθηκε το άρθρο 115 ΕισΝΑΚ, το οποίο είχε εισαγάγει τεκμήριο υπέρ της ομάδος των πιστωτών, σχετικά με περιουσιακά στοιχεία του συζύγου του πτωχού. Κατά συνέπεια η κήρυξη της πτωχεύσεως μπορεί πλέον να αφορά ειδικότερα τον σύζυγο του πτωχού μόνον ως προς την άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο και, ακόμα, ως προς την τύχη της κοινής τους, κατά το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, περιουσίας. Εδώ υπενθυμίζονται οι προϊσχύσασες ρυθμίσεις του άρθρου 115 ΕισΝΑΚ, επειδή εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε περιπτώσεις πτωχεύσεων, που κηρύχθηκαν πριν από την θέση σε ισχύ του νέου Νόμου, πριν, δηλ την 16η Σεπτεμβρίου 2007.
Συγκεκριμένα: με το Νόμο 1329/1983, με τον οποίο επιχειρήθηκε ο εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού μας δικαίου, μέσω της καταργήσεως απαρχαιωμένων θεσμών -όπως της προίκας- και της καθιερώσεως νέων, διαπνεομένων από την αρχή της ισότητος ανδρών και γυναικών, καταργήθηκε και το προηγούμενο καθεστώς, το οποίο προέβλεπε συνέπειες της πτωχεύσεως αποκλειστικά ως προς την σύζυγο του πτωχού, όσον αφορά ειδικότερα την τύχη της προικώας και της εξωπροίκου περιουσίας της. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, όταν πλέον πτωχεύει ο ένας από τους συζύγους, "κάθε περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε από τον άλλον ύστερα από την τέλεση του γάμου και μέσα στα δύο τελευταία χρόνια πριν από την παύση των πληρωμών, τεκμαίρεται υπέρ της ομάδος των δανειστών ότι ανήκει στον σύζυγο που πτώχευσε, εκτός αν αποδειχθεί ότι η απόκτησή του από τον άλλο σύζυγο δεν έγινε με χρήματα η με άλλα μέσα αυτού που πτώχευσε, ούτε προέρχεται από δωρεά του τελευταίου" (άρθρο 115 ΕισΝΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1329/83).
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε διακανονισμό και την ικανοποίηση των πιστωτών από εξωπτωχευτική περιουσία της συζύγου του εμπόρου. Μετά την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών μπορεί να ζητήσει την ανάκληση της πτωχεύσεως. Η πτωχευτική αποκατάσταση όμως θα επέλθει με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση με την οποία γίνεται η επικύρωση της πτωχευτικής αποκαταστάσεως.

Άσκηση 22
Οἱ Α και Β και Γ έχουν συστήσει την «Α και Β και Γ Ο.Ε.», το κατασταστικό της οποίας έχει δημοσιευθεί νόμιμα στο Πρωτοδικείο Πατρών. Στο κατασταστικό δεν ορίζεται ποιός είναι διαχειριστής. Ερωτάται:
α.Ποιός είναι αρμόδιος να εκδίδει σύναλλαγματικές και να αποδέχεται σύναλλαγματικές για λογαριασμό της ΟΕ;
β. Είναι δυνατόν με το καταστατικό να έχει ορισθεί ως διαχειριστής ο Δ που δεν είναι εταίρος;

α. Και οι τρεις εταίροι ως ομόρρυθμοι που ευθύνονται αποκλειστικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον, μπορούν να εκδίδουν και να αποδέχονται συναλλαγματικές για λογαρισμό της εταιρείας, αφού ο καθ’ ένας ατομικά ευθύνεται και με την προσωπική του περιουσία αποκλειστικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της εταιρείας.
β. Η εξουσία διαχειρίσεως είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να παρασχεθεί σε τρίτο μη εταίρο, όπως συμβαίνει με τις κεφαλαιουχικές εταιρείες. Με σύμβαση εντολής η εργασίας είναι δυνατόν και τρίτος να αναλάβει την υποχρέωση διεξαγωγής διαχειριστικών πράξεων. Από το γεγονός όμως αυτό και μόνον δεν καθίσταται διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρείας. Ειδικώτερα επί εταιρειών με νομική προσωπικότητα δεν καθίσταται όργανο του νομικού προσώπου, αλλά ως προς αυτόν εφαρμοζονται στις προς τα έσω μεν σχέσεις οι διατάξεις περί εντολής η συμβάσεως εργασίας, στις προς τις έξω δε οι διατάξεις περί πληρεξουσιότητος.

Άσκηση 23
Ο Α εκδίδει συναλλαγματική εις διαταγήν του λήπτη Λ, την οποία αποδέχθηκε ο Β. Υπέρ του Β τριτεγγυήθηκε ο Τ. Κατόπιν ο Λ την οπισθογραφεί και την παραδίδει στον Κ, ο Κ την οπισθογραφεί και την παραδίδει με την σειρά του στον Κ1 και αυτός την οπισθογραφεί και την παραδίδει στον Κ2. Ο Κ2 κατά την λήξη εμφάνισε νόμιμα την συναλλαγματική προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε.
Ερωτάται:
α. Ποιοί είναι οι άμεσοι υπόχρεοι εκ της παραπάνω συναλλαγματικής και ποιοί οι εξ αναγωγής;
β. Ανάλογα κατά ποιών υποχρέων θέλει να στραφεί, υπάρχουν διατυπώσεις και ποιές, στις οποίες πρέπει να προβεί ο Κ2;

α. Από τα πρόσωπα τα οποία ευθύνονται από την συναλλαγματική μόνον η ευθύνη του αποδέκτου είναι κύρια η πρωτογενής. Όλων των υπολοίπων υπογραφέων, του εκδότου, του τριτεγγυητού, των οπισθογράφων, η ευθύνη είναι εγγυητική (πρόσθετη η δευτερογενής), με την έννοια ότι αυτοί ευθύνονται μόνον εάν η συναλλαγματική εξελιχθεί ανώμαλα, ήτοι όπως λέγεται, αν αυτή περιέλθει σε κατάσταση ανάγκης (δοκιμασίας), εάν δηλ., είτε δεν πληρωθεί κατά την λήξη της, είτε δεν γίνει δεκτή κατά την νόμιμη εμφάνιση προς αποδοχή, είτε από άλλα περιστατικά, που επέρχονται προ της λήξεως και καταστεί επισφαλής η πληρωμή της. Η επιδίωξη της εκ της συναλλαγματικής απαιτήσεως κατά των απωτέρων τούτων υποχρέων καλείται αναγωγή.
Αναγωγή μπορεί να ασκήσει, όχι μόνον ο κατά την λήξη της η και πριν από αυτή, κομιστής συναλλαγματικής, αλλά και κάθε ένας που την πλήρωσε κατόπιν αναγωγής. Την περαιτέρω αυτή αναγωγή την ασκεί κατά των προγενεστέρων αυτού υπογραφέων της συναλλαγματικής, που είναι υπόχρεοι προς αυτόν.

Άσκηση 24
Ὁ Α εκδίδει συναλλαγματική εις διαταγήν του λήπτη Λ, την οποία αποδέχθηκε ο Β. Υπέρ του Β τριτεγγυήθηκε ο Τ. Κατόπιν ο Λ την οπισθογραφεί και την παραδίδει στον Κ, ο Κ την οπισθογραφεί και την παραδίδει με την σειρά του στον Κ1. Ο Κ1 κατά την λήξη εμφάνισε νόμιμα την σύναλλαγματική προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε. Ερωτάται:
α. Αν ο Κ1 ξέχασε να συντάξει διαμαρτυρικό εντός της νομίμου προθεσμίας χάνει κάποιο δικαίωμα και κατά ποιών ;
β. Μπορεί να στραφεί τώρα κατά κάποιων υποχρέων από την παραπάνω συναλλαγματική και μέσα σε ποιά προθεσμία;

Άσκηση 25
α. Ποιά περίοδος ονομάζεται ύποπτη περίοδος;
β. Τι σημαίνει πτωχευτική απαλλοτρίωση;
γ. Ο Α μετά την κήρυξή του σε πτώχευση σπεύδει στον κοσμηματοπώλη Β και απαιτεί να του παραδώσει μία συλλογή πολύτιμων λίθων, την οποία του είχε παραδώσει προς φύλαξη. Ο Β αρνείται να του την παραδώσει επικαλούμενος την κήρυξή του σε πτώχευση. Έχει δίκιο;

α. Ως ύποπτη περίοδος ορίζεται η περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στην ημέρα παύσεως των πληρωμών και την ημέρα της δημοσιεύσεως στο ακροατήριο της αποφάσεως με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση. Η ημέρα παύσεως των πληρωμών προσδιορίζεται είτε από τον Νόμο είτε με δικαστική απόφαση.
β. Η κήρυξη της πτωχεύσεως επάγεται σπουδαιότατα αποτελέσματα ως προς τα δικαιώματα του πτωχεύσαντος επί της περιουσίας του. Από την στιγμή, που δημοσιεύεται στο ακροατήριο (ΚΠολΔ 304) η απόφαση για την κήρυξη της πτωχεύσεως, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως (διαχειρίσεως και διαθέσεως) της πτωχευτικής περιουσίας.
Ο πτωχεύσας δεν στερείται απλώς του δικαιώματος της διαχειρίσεως της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά και του δικαιώματος της διαθέσεως των περιλαμβανομένων στην πτωχευτική περιουσία αντικειμένων. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει μόνον την κατά τον χρόνον της κηρύξεως της πτωχεύσεως ανήκουσα στον πτωχεύσαντα περιουσία.

γ. Ως περιουσία νοείται το σύνολο της ενεργητικής περιουσίας που αποτελείται από πράγματα που έχουν περιουσιακή αξία, όπως είναι η κυριότητα επί κινητών και ακινήτων, εμπράγματα δικαιώματα, απαιτήσεις που έχουν περιουσιακή αξία, όπως π.χ. το σήμα, ο διακριτικός τίτλος, το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας. Επομένως και η απαίτηση για παράδοση της συλλογής των πολυτίμων λίθων που έχει περιουσιακή αξία, αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας που πρέπει να αποδοθεί στον σύνδικο της πτωχεύσεως και κατά συνέπεια στην ομάδα των πιστωτών.

Άσκηση 26
Οἱ Α και Β και Γ έχουν συστήσει την «Α και Β και Γ ΟΕ», το κατασταστικό της οποίας έχει δημοσιευθεί νόμιμα στο Πρωτοδικείο Πατρών. Στο κατασταστικό δεν ορίζεται ποιός είναι διαχειριστής. Ερωτάται:
α. Ποιός είναι αρμόδιος να εκδίδει συναλλαγματικές και να αποδέχεται συναλλαγματικές για λογαριασμό της ΟΕ;
β. Είναι δυνατόν με το καταστατικό να έχει οριστεί ως διαχειριστής ο Δ που δεν είναι εταίρος;

Άσκηση 27
Ποιές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στην παραγγελία, στην μεσιτεία και στην πρακτορία;

Άσκηση 28
Ο βιομήχανος Α προμηθεύεται μεγάλη ποσότητα πρώτης ύλης για το εργοστάσιό του από τον Β και πιστώνεται το τίμημα. Μετά την μεταποίηση της πρώτης ύλης και την πάροδο της προθεσμίας αποπληρωμής αρνείται να πληρώσει τον Β, ισχυριζόμενος ότι η πρώτη ύλη ήταν ελαττωματική. Επειδή η απαίτηση είναι μεγάλη και επιβαρύνεται και με τόκους, ο Β σκέφτεται να κηρύξει τον Α σε πτώχευση.
Ποιά κατά την γνώμη σας θα ήταν η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου; Θα γινόταν δεκτή η αίτηση του Β και γιατί;




Άσκηση 29
Οἱ Α, Β και Γ εφοπλιστές, οι οποίοι έχουν την εκμετάλλευση του πλοίου «Μαρίνα», θέλουν να συστήσουν μιας μορφής εταιρεία μεταξύ τους. Κάπου άκουσαν, ότι μπορούν να ιδρύσουν μόνο μία συμπλοιοκτησία. Αν απευθύνονταν σε σας τι θα τους λέγατε;

Άσκηση 30
Η «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΑΤΕ» (ανώνυμη τεχνική εταιρεία) έχει μετοχικό κεφάλαιο 3.000.000 ευρώ. Η παραπάνω ανώνυμη τεχνική εταιρεία θέλει να συμμετάσχει στον διαγωνισμό για την κατασκευή της ΙΟΝΙΑΣ ΟΔΟΥ, πλην όμως στον διαγωνισμό μπορούν να συμμετάσχουν εταιρείες που έχουν μετοχικό κεφάλαιο από 10.000.000 ευρώ και άνω. Στο κατασταστικό της «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΑΤΕ» δεν προβλέπεται τίποτα σχετικό με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Ερωτάται:
α. Είναι δυνατή η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΑΤΕ» και σε καταφατική περίπτωση, ποιό όργανο της εταιρείας είναι αρμόδιο να λάβει την σχετική απόφαση και γιατί;
β. Χρειάζονται άλλες προϋποθέσεις και διατυπώσεις για να είναι έγκυρη η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, και σε καταφατική περίπτωση, ποιές είναι αυτές;

Άσκηση 31
α. Ποιά διαφορά υπάρχει ανάμεσα στο εταιρικό κεφάλαιο και στην εταιρική περιουσία μιας ΑΕ;
β. Ποιά η έννοια της μετοχής;
γ. Πως γίνεται ο έλεγχος της ΑΕ;

Άσκηση 32
Ὁ εκδίδει στην Ελλάδα μία επιταγή εις διαταγήν του Κ πληρωτέα από την Τράπεζα Πίστεως, όπου διατηρεί σχετικό λογαριασμό. Ερωτάται:
α. Ποιά θα είναι η προθεσμία εμφανίσεως της παραπάνω επιταγής προς πληρωμή;
β. Επιτρέπεται η ανάκληση της επιταγής από τον Α και πότε;

Άσκηση 33
Ποιές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στο leasing και στο factoring;

Άσκηση 34
Οι Α, Β και Γ συστήνουν μία προσωπική εταιρεία εισαγωγών – εξαγωγών, εισφέροντας οι μεν Α και Β ορισμένο ποσό χρημάτων και ο Γ την προσωπική του εργασία. Ο Α δεν ευθύνεται πέρα από το ποσό, που έχει εισφέρει.
Ερωτάται:
α.Τι είδους προσωπική εταιρεία συνέστησαν οι Α, Β και Γ;
β. Ποιοί μπορούν να ορισθούν διαχειριστές της εταιρείας και πως μπορεί να σχηματισθεί η επωνυμία της;

α. Η εταιρεία που συνέστησαν οι Α, Β και Γ είναι απλή ετερόρρυθμη εταιρεία. Στην απλή ετερόρρυθμη εταιρεία ένας η περισσότεροι εταίροι ευθύνονται προσωπικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της εταιρείας, και ένας η περισσότεροι εταίροι ευθύνονται περιορισμένα μέχρι το ύψος της εισφοράς τους.
β. Διαχειριστές μπορούν να ορισθούν οι Β και Γ. Και η επωνυμία της εταιρείας σχηματίζεται από τα ονόματα των Β και Γ. Αν συμπεριληφθεί το όνομα του ετερορρύθμου εταίρου στην επωνυμία της θα ευθύνεται και αυτός ως ομόρρυθμος, προσωπικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον.

Άσκηση 35
Ποιές είναι οι συνέπειες της κηρύξεως της πτωχεύσεως του εμπόρου;

Άσκηση 36
Ο Ε ήταν ανήλικος, όταν υπέγραφε ως εκδότης συναλλαγματική αποδοχής του Π και με λήπτη τον Λ. Ο Λ οπισθογραφεί την σύναλλαγματική στον Ο1 και αυτός στον Κ. Κατά την λήξη της συναλλαγματικής ο Π δεν πληρώνει και ο Κ στρέφεται κατά του Ε. Ερωτάται, αν είναι έγκυρη η συναλλαγματική και αν ο Ε ευθύνεται και γιατί.

Άσκηση 37
Ο λήπτης Λ σύναλλαγματικής εκδόσεως του Ε και αποδοχής του αποδέκτη - πληρωτή Π πεθαίνει πριν από την λήξη της.
Ο κληρονόμος Κ την βρίσκει και την εμφανίζει στον αποδέκτη – πληρωτή για πληρωμή.
Ο αποδέκτης – πληρωτής Π ισχυρίζεται, ότι είχε εξοφλήσει τον λήπτη Λ πριν αυτός πεθάνει.
Ἐρωτᾶται, αν υποχρεούται να πληρώσει τον κληρονόμο;

Άσκηση 38
Ο Α εκδίδει για τις ανάγκες του επαγγέλματός του επι-ταγές.
Ερωτάται:
α. Αποκτά ο Α την εμπορική ιδιότητα;
β. Αν ο Α εκδίδει επιταγές έχοντας οριστεί από το καταστατικό ως γενικός διευθυντής μιας ανωνύμου εταιρείας αποκτά την εμπορική ιδιότητα;

Άσκηση 39
Ερωτάται, αν είναι έμποροι:
Ο φορτηγατζής, ο οποίος είναι και ιδιοκτήτης του φορτηγού;
Ο χρηματιστής του χρηματιστηρίου αξιών;
Ο γλύπτης, που κατασκευάζει με τα χέρια του αγάλματα και στη συνέχεια τα μεταπωλεί;
Ο συγγραφέας, που γράφει βιβλία και τα δίνει σε εκδοτικό οίκο για έκδοση και μεταπώληση;

Άσκηση 40
Ο Ε, εμφανής εταίρος αφανούς εταιρείας, στην ὁποία μετέχουν ως αφανείς εταίροι οι Α και Β, δανείσθηκε από τον Γ 5.000.000 Ευρώ για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.
Ερωτάται, επειδή στη λήξη του δανείου ο Ε δεν πληρώνει, αν ο Γ μπορεί να επιτύχει την κήρυξη της πτώχευσης:
1.Της αφανούς εταιρείας;
2.Του Ε;
3.Των Α και Β;

Άσκηση 41
Ποιές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στις κεφαλαιουχικές και στις προσωπικές εταιρείες;
Αναφέρατε παραδείγματα προσωπικών και κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Άσκηση 42
Ο Α εκδίδει στην Ελλάδα μία επιταγή εις διαταγήν του Κ, πληρωτέα από την Τράπεζα Πειραιώς, όπου διατηρεί σχετικό λογαριασμό.
Ερωτάται:
α. Ποιά θα είναι η προθεσμία εμφανίσεως της παραπάνω επιταγής προς πληρωμή;
β. Επιτρέπεται η ανάκληση της επιταγής από τον Α και πότε;



Γενική Βιβλιογραφία

(Εκτός από την παρατιθέμενη γενική βιβλιογραφία, γίνονται ειδικώτερες ολοκληρωμένες αναφορές στις υποσημειώσεις του βιβλίου σε άρθρα που είναι δημοσιευμένα σε νομικά περιοδικά αλλά και σε σχετικές δικαστικές αποφάσεις)


Ελληνική

Αλεξανδρίδου, Ε., Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, ελληνικό και κοινοτικό, τ. β , 1996
Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Ε., Ζητήματα από το δίκαιο της Πληροφορικής, 2002.
Αναγνωστοπούλου, Δ., Προβλήματα δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας από την χρήση πολυμέσων στην κοινωνία των πληροφοριών, ΕΕΕυρΔ 1996, 993.
Αναστασιάδης, Ελληνικόν εμπορικόν δίκαιον, τόμοι Ι-ΙΙΙ, 4η έκδοση 1937-1938, 5η έκδοση τόμος Ι, τεύχη Α-Β 1949.
Βούτση, Κ., Γενικόν Εμπορικόν Δίκαιον, Αθήναι 2000.
Γεωργακόπουλος, Λεωνίδας, Το δίκαιον των εταιρειών, τόμοι 1-3, 1965-1974 και τόμος 4ος 1991.
Γεωργιάδης, Α., Γ., Σύναψη συμβάσεως μέσω Διαδικτύου, 2003.
Γιαννόπουλος, Γ., Ροή πληροφοριών στο Διαδίκτυο (Τεχνολογία και Νομικές ρυθμίσεις), 2002.
Γιαννόπουλος Θ., Όψεις και προβλήματα Ηλεκτρονικής Εγκληματικότητας, ΝοΒ 1986, 170.
Δαγτόγλου, Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τ. Α , 1991.
Δελούκας, Αξιόγραφα, 2η έκδοση, 1976.
Δελούκας, Η εμπορική επιχείρησις και η προστασία αυτής, τεύχος 1ον, 1977.
Δημαράς, Ν., Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, 5η έκδοση, 2009.
Δημαράς, Ν., Εμπορικές συμβάσεις μέσω διαδικτύου, ΔΕ&Ε, 145, 164-168.
Ιγγλεζάκης, Δ., Ι., Το νομικό πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, 2003.
Καΐσσης Α - Παρασκευόπουλος Ν., Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, 2001.
Καλλινίκου, Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και Internet, Οδηγία 2001/29/ΕΚ, 2001.
Καλλινίκου, Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία των πληροφριών, ΔΕΕ 1998.
Καράκωστας, Ι., Δίκαιο και Internet: Νομικά ζητήματα του Διαδικτύου, 2003.
Καραβάς, Εμπορικόν Δίκαιον, τόμοι Ι-ΙΙ, 1947-1965.
Καραβάς, Στοιχεία Πτωχευτικού Δικαίου, τεύχος Α, 1960.
Κοτσίρης, Πτωχευτικόν Δίκαιον, 6η έκδοση 1998.
Κουμάντος, Γ., Πνευματική ιδιοκτησία, 2000 .
Λουκόπουλου, Στοιχεία εμπορικού δικαίου, 1967.
Μανιώτης, Δ., Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσω διαπίστωσης της γνησιότητος των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998.
Μανιώτης, Δ., Η σύναψη της ηλεκτρονικής συμβάσεως και η ευθύνη των παρεχόντων συνδρομή στην κατοχύρωση της γνησιότητος και του αναλλοιώτου των ηλεκτρονικών εγγράφων, 2003.
Μαρίνος, Α., Το Internet και οι συνέπειές του κυρίως στο χώρο του δικαίου ΕλλΔνη 1998, 220.
Μούζουλας, Σ., Συναλλαγές διαμέσου του Internet, ΕλλΔνη 1998, 15.
Ξηρός, Θ., - Εμίρη, Θ., Το νομικό πλαίσιο των τηλεπικοινωνιών, 2003.
Παπαδημητρίου, Γ. Το νομικό καθεστώς του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, ΔΕΕ 1995, 841.
Παπαθωμά-Μπέτγκε, Α., Ηλεκτρονικό εμπόριο: Νομικά ζητήματα κατά τη σύναψη εμπορικών συμβάσεων στο Internet, 1999.
Παμπούκης, Πανδρόσου - Αρχανιωτάκη, Εμπορικό Δίκαιο, Εισαγωγή, Θεμελιώδεις Έννοιες, έκδοση 4η 2001.
Παπαγιάννης, Δίκαιον Ανωνύμων Εταιρειών, 1997.
Περάκης, Ευ. Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, 1999.
Πέρδικα, Εγχειρίδιον εμπορικού δικαίου, έκδοση 3η, τόμοι Ι-ΙΙ, 1960-1963.
Πετιμεζάς, Εμπορικόν Δίκαιον, τόμος Ι, 1926-29.
Πουλάκου-Ευθυμιάτου, Επιτομή Εμπορικού Δικαίου, 4η έκδοση, 2003.
Ρόκας, Κωνσταντίνος, Πτωχευτικόν Δίκαιον, 13η έκδοση, 1978 (ανατύπωσις 1979).
Ρόκας, Κωνσταντίνος, Εμπορικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, έκδοση 4η, 1972.
Ρόκας, Νικόλαος, Εμπορικαί Εταιρείαι, 4η έκδοση, 1996.
Ρόκας, Νικόλαος, Αθέμιτος ανταγωνισμός, 1975.
Ρόκα, Ν., Σύγχρονη τεχνολογία και εμπορικό δίκαιο, ΕεμπΔ 1998, 1.
Σανταμούρη, Ευφροσύνη, Πνευματική ιδιοκτησία, 2003, με εποπτεία Ι. Σπυριδάκη.
Σιδηρόπουλος, Θ., Το Δίκαιο του Διαδικτύου, 2003.
Τουντόπουλος, Β.- Χατζόπουλος, Β., Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις στο Διαδίκτυο. Το πρόβλημα των domain names, 2001.
Τσιριντάνης, Στοιχεία εμπορικού δικαίου, 6η εκδοση, τόμοι Α και Β, 1962-1964.
Μυλωνόπουλος, Χ., Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και Ποινικό Δίκαιο, 2000.


Γερμανική

Bleiweiß, C., Rechtliche Aspekte des ''Electronic Commerce'', JA 2000.
Bydlinski, Handels- oder Unternehmensrecht als Sonder-privatrecht, 1990.
ders. System und Prinzipien des Privatrechts, 1996.
Bydlinski, Zentrale Änderungen des HGB durch das Handelsrechtsreformgesetz, ZIP 1998, 1169.
Brox, Handels- und Wertpapierrecht, 17. Aufl. 2004.
Buchner, B., E-Commerce und effectiver Rechtsschutz oder: Wer folgt wem wohin? EWS 2000, 147ff.
Bultmann, G.,-Rahn, H., Rechtliche Fragen des Teleshoping, NJW 1988, 2432
Canaris, Claus-Wilhelm, Handelsrecht, 23. Aufl. 2000.
Clemens, R., Die elektronische Willenserklärung-Chancen und Gefahren, NJW 1985.
Emmerich, Unlauterer Wettbewerb, 6. Aufl. 2002.
Fetzer, Liberalisierung und Europäisierung des Firmenrechts, ZHR, 161 (1997) 52.
Frantzioch, Ist das neue Lagerrecht auch das alte?, in: Transport- und Vertriebsrecht 2000, 1999, S. 187.
Junker, A., Internationales Vertragsrecht im Internet, RIW 1999.
Heck, Weshalb besteht ein vom dem bürgerlichen gesondertes Handelsprivatrecht? AcP 92, (1902), 438.
Leßmann, Vom Kaufsmannrecht zum Unternehmens-recht? Festgabe Zivilrechtslehrer 1934-1935, 1999, S. 361.
Lieb, Probleme des neuen Kaufmannsbegriffs, NJW 1998, 95.
Lieb, Gewährleistung beim Unternehmenskauf, FS für Gernhuber, 1993, S. 259.
Lutter-Welp, Das neue Firmenrecht der Kapitalgesellschaften, ZIP 1999, 1073.
Raisch, Bedeutung und Wandlung des Kaufmannsbegriffs in der neueren Gesetzgebung, FS für Ballerstedt, 1975, S. 443.
Roth, Das neue Firmenrecht, in Bayer-Stiftung (Hrsg.) Die Reform des Handelsstandes und der Personengesellschaften 1999, S. 31.
Saenger, Die Reform des deutschen Handels- und Transportrechts, FS für Leser, 1998, S. 199.
Schmidt, Das HGB und die Gegenwartsaufgaben des Handelsrechts.
Schütte, Leistungsstörungen im Kommissionsrecht, 1988.
Thume, Das neue Transportrecht, BB 1998, 2117.
Treber, Der Kaufmann als Rechtsbegriff im Handels- und Verbraucherrecht, AcP 199 (1999), 525.
Zöllner, Wovon handelt das Handelsrecht?, ZGR, 1983, 82.


Γαλλική

Escarra et Rault, Principes de droit commercial, Paris, 1934, vol. 1.
Escarra, J., Cours de droit commercial, nouvelle édition, Paris 1952.
Hammel et Legarde G., Traité de droit commercial, vol. A, Paris, 1954.
Ripert, G., Traité élémentaire de droit commercial,
Rousseau, H., Cassation req. 1934, I, 129.
Thaller et Percerou, Traité élémentaire de droit commercial, éd. 8, vol. 1.
Julliot de la Morandière, Droit commercial, vol. I, éd. 5 par Rodière R. et Houin, R. Paris, 1968.


Αγγλική

Wright, Commercial Law, I,II, 1950.
Mounce and Dawson, Buiseness Law, 1958.
Farnsworth-Honnold, Cases and materials on Commercial Law, 2nd edition, 1968.
Wisch, Competition Law, 3d edition, 1993.
Woude-Jones, Lewis, E.C. Competition Law Handbook, 1999.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010


Οδηγός Πτυχιακής για σπουδαστές

Προσοχή! Ανοίγει σε νέο παράθυρο.PDF | Εκτύπωση |

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ.

Η πτυχιακή εργασία απαιτεί αφενός την πραγματοποίηση μια ερευνητικής εργασίας, αφετέρου μια σημαντική εργασία σύνθεσης και παρουσίασης των αποτελεσμάτων.

Η έρευνα έχει διάφορες συνιστώσες :

Α. Βιβλιογραφική έρευνα : τι υπάρχει σχετικά με το θέμα (βιβλία, άρθρα, σχετικά περιοδικά επίσης, στατιστικές πηγές,..)

Β. Υπηρεσίες, επιχειρήσεις στις οποίες θα πρέπει να αποταθεί ο σπουδαστής.

Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι μια απάντηση δεν είναι βέβαιο ότι θα δοθεί αλλά και αν δοθεί ίσως έρθει αρκετά καθυστερημένα.

Γ. Πιθανή ετοιμασία ερωτηματολογίου.

Δ. Επεξεργασία στοιχείων που έχει συγκεντρώσει ο σπουδαστής. Η επεξεργασία αυτή μπορεί να γίνει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο Excel ή σε κάποιο ειδικό πρόγραμμα. Εδώ πρέπει να δοθεί προσοχή στις δυνατότητες επεξεργασίας των δεδομένων από τον σπουδαστή.

Ε. Πέραν αυτού, η σύνταξη του κειμένου απαιτεί μεγάλη προσπάθεια η οποία συχνά υποεκτιμείται από τον σπουδαστή με αρνητικές συνέπειες στο τελικό αποτέλεσμα.

ΣΤ. Πριν την υποβολή του τελικού κειμένου, είναι απαραίτητη η υποβολή ενός πρώτου κειμένου στον επιβλέποντα καθηγητή. Είναι πολύ πιθανόν να απαιτηθούν αλλαγές και διορθώσεις στο κείμενο αυτό.

Επιλογή - Ανάλυση Θέματος

Το θέμα της πτυχιακής εργασίας πρέπει να είναι ενδιαφέρον, εφικτό και συγκεκριμένο. Η ιδανική περίπτωση είναι να επιλεγεί ένα θέμα, το οποίο αποτελεί ένα δυναμικό συνδυασμό της ακαδημαϊκής σημαντικότητας και του πρακτικού ενδιαφέροντός του (π.χ σύνδεση µε τις μεταπτυχιακές σπουδές του σπουδαστή ή τις επαγγελματικές επιδιώξεις του).

Το στάδιο που ακολουθεί την επιλογή του θέματος είναι η αποσαφήνιση του, η οποία επιτυγχάνεται µέσω μιας συγκεκριμένης διαδικασίας. Η αποσαφήνιση του θέματος απαιτεί προσεκτική επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, κατάρτιση κατάλληλων ερωτημάτων και υποθέσεων, προς διερεύνηση καθώς και επιλογή της μεθοδολογίας µε βάση την οποία θα προσεγγιστεί το θέμα της πτυχιακής εργασίας (ποσοτική, ποιοτική ανάλυση, στατιστική επεξεργασία κ.ά.). Κάθε σπουδαστής αφού κάνει μια αρχική διερεύνηση γύρω από την βιβλιογραφία του θέματος καλείται να υποβάλει προς έγκριση στον επιβλέποντα καθηγητή γραπτό κείμενο έκτασης περίπου 1000 λέξεων µε προσθήκη μιας σελίδας ενδεικτικής βιβλιογραφίας και ενός ενδεικτικού πίνακα περιεχομένων µε ανάπτυξη των υποκεφαλαίων σε τίτλους. Τα παραπάνω πρέπει να ακολουθήσει ο σπουδαστής για την έρευνα και συγγραφή

της εργασίας.

Στο κείμενο των 1000 λέξεων περιγράφει ο σπουδαστής τα ερωτήματα και τις υποθέσεις που θα διερευνήσει καθώς και την μεθοδολογία που θα ακολουθήσει για να προσεγγίσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα ή για να επαληθεύσει τις αρχικές υποθέσεις. Είναι σημαντικό ο σπουδαστής να δώσει στο κείμενο αυτό όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένες και αναλυτικές πληροφορίες προς τον επιβλέποντα σχετικά µε την μεθοδολογία προσέγγισης απαντήσεων στα ερωτήματα που θέτει στην εργασία του.

Στόχος στην φάση αυτή είναι να ότι ο επιβλέπων καθηγητής πρέπει να είναι απόλυτα ενημερωμένος για τα βήματα που θα ακολουθήσει ο σπουδαστής ώστε να μπορεί να τον βοηθήσει. Κείμενα που περιλαμβάνουν γενικόλογες μεθοδολογίες χωρίς να μπαίνουν στην λογική της σύνδεσης των μεθόδων µε τα ερωτήματα που θέτει η εργασία, αφήνουν ένα θολό τοπίο γύρω από την εκπόνηση της εργασίας, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην συνέχεια της εκπόνησης της εργασίας.

Ο ενδεικτικός πίνακας περιεχομένων µε ανάπτυξη τίτλων σε υποκεφάλαια δείχνει τις επιμέρους θεματικές ενότητες της εργασίας και μπορεί να ελέγξει ο επιβλέπων πριν την ανάλυσή τους, την καταλληλότητά τους, την σύνδεσή τους µε το θέμα και την ομαλή μετάβαση μεταξύ των υποκεφαλαίων.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η παρουσίαση της εργασίας είναι ουσιώδης αφού σ’ αυτή στηρίζεται ο αναγνώστης για να εκτιμήσει σε μικρό χρονικό διάστημα τα αποτελέσματα. Μια πολύ καλή έρευνα μπορεί να υποεκτιμηθεί εάν δεν έχει καλή παρουσίαση.

Η παρουσίαση πρέπει να διαθέτει σαφήνεια και να είναι ευκολοδιάβαστη για τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης δεν είναι υποχρεωμένος να έχει παρακολουθήσει όλη τη διαδικασία και τον κόπο που απαιτήθηκε για την εκπόνηση της πτυχιακής.

Η πτυχιακή εργασία πρέπει να περιέχει απαραίτητα μια ορισμένη δομή,

γενικότερα αποδεκτή. Η δομή αυτή αναλύεται ως εξής :

Εξώφυλλο

Περίληψη

Περιεχόμενα

Εισαγωγή

Κεφάλαια : 1, 2,…, Ν

Συμπέρασμα

Βιβλιογραφία

Παραρτήματα

Εξώφυλλο

Το εξώφυλλο θα πρέπει να περιέχει ορισμένα απαραίτητα στοιχεία : ΤΕΙ, σχολή, τμήμα, τίτλος πτυχιακής, συγγραφέας, εποπτεύων καθηγητής, ημερομηνία. (βλέπε ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ)

Περίληψη

Κάθε πτυχιακή εργασία θα πρέπει να ξεκινάει µε μια σύντομη περίληψη περίπου 300 λέξεων στην Ελληνική (Abstract). Η περίληψη είναι αυτό που διαβάζει πρώτο ο αναγνώστης (πολλές φορές είναι και το µόνο που διαβάζει) αλλά γράφεται τελευταίο και προσπαθεί στην μικρή έκταση της λιγότερης από μιας σελίδας να δοθεί συνοπτικά η εικόνα της εργασίας και τα επιτεύγματά της.

Περιεχόμενα

Τα περιεχόμενα αναφέρουν το λεπτομερές πλάνο της πτυχιακής εργασίας και θα πρέπει να βρίσκονται στην αρχή του κειμένου. Τα περιεχόμενα επιτρέπουν στον αναγνώστη να δει ποια είναι η δομή της εργασίας αλλά και το σκεπτικό με το οποίο εκπονήθηκε, πριν περάσει στην εισαγωγή. Τα περιεχόμενα πρέπει να είναι απλά και κατανοητά.

Η αρίθμηση των κεφαλαίων και παραγράφων με δεκαδικούς αριθμούς επιτρέπει την εύκολη αναζήτηση και ανεύρεσή τους ανεξάρτητα από την αρίθμηση των σελίδων.

Παράδειγμα : Κεφάλαιο ένα, τμήμα δύο, παράγραφος τρία θα γραφεί: 1.2.3

Η αρίθμηση των κεφαλαίων πρέπει να είναι συνεχής, ανεξάρτητα από τη διαίρεση της εργασίας σε μέρη.

Παράδειγμα: Πρώτο μέρος: Κεφάλαια 1, 2, 3, 4, Δεύτερο μέρος : Κεφάλαια 5, 6, 7.

Εάν η εργασία δε χωρίζεται σε μέρη είναι προφανής η συνεχής αρίθμηση των κεφαλαίων. Σχετικά με τις παραγράφους, η αρίθμηση δεν πρέπει να ξεπερνά τους τρεις αριθμούς.

Παράδειγμα: Στο κεφάλαιο ένα η αρίθμηση θα φθάσει έως: 1.2.3.

Εισαγωγή

Η Εισαγωγή πρέπει να περιλαμβάνει μια περιγραφή του προβλήματος και μια περιληπτική παρουσίαση της προσέγγισης που ακολουθείται. Στην εισαγωγή θα πρέπει σύντομα, αλλά περιεκτικά (μια παράγραφος το κάθε ένα), να αναφέρονται µε τη σειρά που ακολουθούν:

• Ο προσδιορισμός του προβλήματος της πτυχιακής εργασίας.

• Αναφορά στους λόγους για τους οποίους έχει ενδιαφέρον το θέμα.

• Ο σκοπός και οι στόχοι της πτυχιακής εργασίας μέσα από την κατάθεση ερωτημάτων προς διερεύνηση. Η περιγραφή της γενικής μεθοδολογίας προσέγγισης της εργασίας . Δηλαδή να διατυπωθεί ο συνδυασμός : « πρόβλημα – θεωρία – μέθοδος » .

• Η συμβολή της εργασίας σε νέα γνώση

• Συνοπτική παρουσίαση των κεφαλαίων που θα ακολουθήσουν.

Εκτιμάται ότι η εισαγωγή δεν πρέπει να ξεπερνά σε έκταση τις 3-4 σελίδες. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν πληροφορίες που γράφτηκαν στο αρχικό κείμενο των 1000 λέξεων που απεστάλη στον επιβλέποντα µε τη διαφορά ότι η Εισαγωγή στο γραπτό κείμενο στοχεύει στην αποσαφήνιση του θέματος προς τον αναγνώστη και όχι στον επιβλέποντα, που σημαίνει ότι αναλυτικές πληροφορίες για τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε θα δοθούν σε επόμενο κεφάλαιο της εργασίας.

Ανάπτυξη Κεφαλαίων

Το κυρίως μέρος της πτυχιακής εργασίας αναπτύσσεται, συνήθως, σε περισσότερα του ενός κεφάλαια. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου πρέπει να υπάρχει ένα μικρό υποκεφάλαιο λιγότερο από σελίδα το οποίο θα κλείνει το κεφάλαιο δίνοντας στοιχεία σχετικά µε το πώς το κεφάλαιο αυτό προώθησε το θέμα µας μέχρι τώρα και τι θα ακολουθήσει στο επόμενο κεφάλαιο.

Στο σύνολο της εργασίας θα πρέπει να υπάρχουν τα παρακάτω κεφάλαια και ενότητες (ενδεικτικοί είναι οι γενικοί τίτλοι) :

Προσδιορισμός του προβλήματος και διεθνής εμπειρία

Η ενότητα αυτή (ένα ή περισσότερα κεφάλαια) περιλαμβάνει τη σχετική θεωρία, τη διεθνή βιβλιογραφική ανασκόπηση, τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών, συγκρίσεις, κριτικές, διαφοροποιήσεις στη μεθοδολογία που διάφοροι ερευνητές ακολούθησαν κλπ.

Κατά τη συγγραφή της πτυχιακής θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παρακάτω:

• Να προσδιορίζεται η ουσία του προβλήματος της πτυχιακής εργασίας.

• Να χρησιμοποιείται µόνο η σχετική βιβλιογραφία, θεωρία, πηγές, μέθοδοι και

μεθοδολογία.

• Να αποφεύγεται η περιγραφική πληροφορία, η οποία μπορεί να βρεθεί εύκολα ή είναι πολύ γνωστή.

• Μπορούν να χρησιμοποιούνται θεωρητικά και πρακτικά παραδείγματα για την

ισχυροποίηση των απόψεων. Τα χρησιμοποιούμενα παραδείγματα θα πρέπει να

επιβεβαιώνουν τις διατυπωμένες απόψεις.

• Να αποφεύγονται οι επαναλήψεις

• Να χρησιμοποιούνται θεωρίες, πρακτικές, υποδείγματα κ.λ.π.

• Να παρουσιάζονται αυτά που χρειάζονται µε συγκριτική και κριτική σκέψη.

• Να υπάρχουν σύνδεσμοι μεταξύ των κεφαλαίων, ενοτήτων και υποενοτήτων.

Μεθοδολογία και Εμπειρική Εφαρμογή

Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τη μέθοδο, τα υποδείγματα, τη μεθοδολογία κλπ. στα οποία στηρίζεται η εμπειρική διερεύνηση της εργασίας καθώς και η ανάλυση των αποτελεσμάτων της εμπειρικής εφαρμογής.

Αρχικά πρέπει να γραφτούν αναλυτικά όλα τα βήματα της μεθόδου που ακολουθήθηκαν όπως ενδεικτικά: αποφάσεις που ελήφθησαν, αποκλεισμός ή ενσωμάτωση μεθοδολογικών προσεγγίσεων, χρονικά πλαίσια στα οποία υλοποιήθηκε το εμπειρικό κομμάτι, ποσοτικοί δείκτες που δημιουργήθηκαν για μετρήσεις κ.λ.π.

Στη μεθοδολογία πρέπει να παρουσιάζονται επίσης µία σειρά από θέματα, όπως:

• Το σύνολο των δεδομένων (πού βρέθηκαν, πώς βρέθηκαν, εξαντλητικά κάθε πηγή

απόκτησης δεδομένων, είδος δεδομένων, χρονικό διάστημα που καλύπτουν, τις αδυναμίες των δεδομένων, καθώς και εάν αποτελούν δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν σε προγενέστερες έρευνες, πιθανά για άλλες χώρες, περιπτώσεις και χρονικές περιόδους).

• Λογισμικά που χρησιμοποιήθηκαν, π.χ. Statistical Package for Social Sciences - SPSS

• Στατιστική (περιγραφική) ανάλυση αυτών των δεδομένων), η οποία θα σχολιάζεται σε σχέση µε το πρόβλημα που αναλύεται.

Στόχος στην αναλυτική περιγραφή της μεθοδολογίας είναι να αποσαφηνιστούν πλήρως οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν, να δοθεί η δυνατότητα επαλήθευσης των αποτελεσμάτων που θα ακολουθήσουν και να δοθεί η δυνατότητα επανάληψης της μεθόδου από άλλους ερευνητές. Ο φοιτητής πρέπει να στοχεύσει, όταν γράφει το μεθοδολογικό κομμάτι, στην αποφυγή κρίσιμων ερωτήσεων αποσαφήνισης, από την επιτροπή αξιολόγησης, πάνω στις μεθοδολογικές

προσεγγίσεις. Η μεθοδολογία μπορεί να είναι από μόνη της ένα σύντομο κεφάλαιο, ή μπορεί να είναι τα αρχικά υποκεφάλαια του κεφαλαίου, που θα περιγράφει την εμπειρική έρευνα και θα ακολουθεί τα προηγούμενα θεωρητικά κεφάλαια.

Ακολουθεί η ενότητα (στο ίδιο ή σε περισσότερα κεφάλαια) της ανάλυσης των

αποτελεσμάτων της εμπειρικής εφαρµογής. Η ενότητα αυτή αναφέρεται στα αποτελέσματα της εμπειρικής προσέγγισης και μπορεί να περιλαμβάνει ελέγχους υποθέσεων κ.τ.λ. Μεταξύ αυτών μπορεί να περιλαμβάνει:

• Πολύ σύντομη αναφορά στη μέθοδο, υπόδειγμα από την προηγούμενη ενότητα

(Μεθοδολογία), καθώς και τη διαχείριση των δεδομένων.

• Τα αποτελέσματα της εφαρµογής (πίνακες, διαγράμματα ή όποια άλλη μορφή

παρουσίασης κρίνεται απαραίτητη). Τα αποτελέσματα πρέπει να σχολιαστούν σε

διαφορετικά επίπεδα και από διάφορες οπτικές γωνίες.

• Έλεγχο αρχικών υποθέσεων και συζήτηση σχετικά µε αποτελέσματα και αποκλίνουσες συμπεριφορές.

Η παρουσίαση και ο σχολιασμός πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα µε το υπό διαχείριση πρόβλημα αλλά και τη σχετική συζήτηση και σύγκριση µε άλλες μελέτες. Επίσης, η όλη εμπειρική ανάλυση, παρουσίαση, συζήτηση αποτελεσμάτων κ.λ.π. πρέπει να αντιστοιχούν στα Συμπεράσματα.

Κατά τη συγγραφή θα πρέπει να αποφεύγονται αναφορές σε υποδείγματα και μεθόδους που δεν είναι χρήσιμα στην πτυχιακή εργασία ή στην εμπειρική εφαρμογή.

Κεφάλαια 1, 2, ..... , ν

Σε ορισμένες περιπτώσεις (που δεν είναι σύνηθες όμως) μια εργασία χωρίζεται σε δύο ή τρία μέρη, κάθε μέρος δε, έχει ένα αριθμό κεφαλαίων. Ανεξάρτητα από το διαχωρισμό σε μέρη, η ύπαρξη κεφαλαίων είναι απαραίτητη.

Σε κάθε κεφάλαιο θα υπάρχουν τα τμήματα και οι παράγραφοι.

Παράδειγμα: Στο κεφάλαιο ένα έχουμε δύο τμήματα με δύο παραγράφους το κάθε τμήμα. Αυτά θα σημειωθούν ως εξής:

Κεφάλαιο 1 : τίτλος του κεφαλαίου

1.1 : τίτλος του α τμήματος

1.1.1 : τίτλος της 1ης παραγράφου

1.1.2 : τίτλος της 2ηςπαραγράφου

1.2 : τίτλος β τμήματος

1.2.1 τίτλος της 1ης παραγράφου

1.2.2 : τίτλος της 2ης παραγράφου

Μέσα στις παραγράφους, εάν υπάρχουν υποπαράγραφοι αυτές μπορούν να σημειωθούν με γράμματα : α, β, γ….

Σε ένα κεφάλαιο μπορούν να περιέχονται πίνακες, διαγράμματα, εικόνες.

Η αρίθμησής τους μπορεί να γίνει στη βάση είτε της εργασίας, σαν σύνολο, ή του κάθε κεφαλαίου χωριστά.

Παράδειγμα : Στην πρώτη περίπτωση η αρίθμηση για 5 πίνακες σ΄ όλη την εργασία θα είναι: πίνακας 1, πίνακας 2…πίνακας 5. Στη δεύτερη περίπτωση εάν οι δύο πίνακες περιέχονται στο κεφάλαιο 1 και οι τρεις στο κεφάλαιο 2, η αρίθμηση θα γίνει ως εξής: πίνακας 1.1, πίνακας 1.2, πίνακας 2.3, πίνακας 2.4, πίνακας 2.5.

Η επιλογή είναι στην ευχέρεια του συγγραφέα. Είναι όμως απαραίτητο να υπάρχει ομοιομορφία. Αυτό σημαίνει ότι για όλη την πτυχιακή εργασία θα υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος παρουσίασης.

Παρουσίαση των πινάκων.

Η παρουσίαση αυτή θα πρέπει να είναι ομοιόμορφη για όλους τους πίνακες. Ένας πίνακας αποτελείται από στήλες και γραμμές. Στην αρχή κάθε στήλης και κάθε γραμμής θα πρέπει να υπάρχει σαφής επεξήγηση των δεδομένων που περιέχονται αντίστοιχα στη στήλη ή γραμμή. Πάνω από τον πίνακα θα υπάρχει ο τίτλος του πίνακα που αποτελεί ουσιαστικά εξήγηση του γενικού περιεχομένου.

Ο τίτλος μπορεί να γραφεί σύμφωνα με την επιθυμία του συγγραφέα.

Ένας αποδεκτός τρόπος είναι: Πίνακας 1 (ή 1.1 αν επιλεγεί κεφάλαιο 1, πίνακας 1): Τίτλος του πίνακα (με μικρά γράμματα).

Σε έναν πίνακα πρέπει να περιέχονται και οι απαραίτητες επεξηγήσεις.

Παράδειγμα : Στον Πίνακα 1 πρέπει να σημειωθεί το νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένες οι επενδύσεις και στο ποσό στο οποίο εγγράφονται στις στήλες ή γραμμές: Πίνακας 1: Οι ελληνικές επενδύσεις την περίοδο 1990-1999 (σε εκατομμύρια δραχμές). Αυτό σημαίνει ότι στην κάθε στήλη ή γραμμή ο αριθμός που θα περιέχεται θα αφορά εκατομμύρια δραχμές.

Αντίστοιχα θα γραφεί το σύμβολο του ποσοστού (%) εφόσον στον πίνακα εκφράζονται ποσοστιαίες μεταβολές.

Παράδειγμα: Πίνακας 2: Η εξέλιξη των ελληνικών επενδύσεων την περίοδο 2000-2006 (σε %).

Στην περίπτωση χρησιμοποίησης ποσοστών αυτά θα μπορούν να φθάσουν σε δύο ή τρία δεκαδικά ψηφία. Πρέπει πάντως να διατηρείται η ομοιομορφία.

Απαραίτητη είναι η παρουσία της πηγής στο τέλος του πίνακα. Η εγγραφή της πηγής θα πρέπει να είναι πλήρης.

Παράδειγμα : Αν χρησιμοποιηθεί βιβλίο, η πηγή θα γραφεί ως εξής: συγγραφέας, έτος, τίτλος βιβλίου, εκδοτικός οίκος, τόπος έκδοσης, σελίδα ή πίνακας από όπου αντλήθηκαν τα στοιχεία για τον πίνακα.

Αντίστοιχα θα γραφεί και η πηγή προερχόμενη από άρθρο περιοδικού ή στατιστικό δελτίο.

Πολλές φορές ο συγγραφέας περιέχει στον πίνακα υπολογισμούς που έχει κάνει με βάση στοιχεία που άντλησε από μια πηγή. Τότε, πέραν της αναφοράς στην πηγή θα σημειώσει και τη φράση : «Υπολογισμοί του συγγραφέα».

Συχνά είναι ανάγκη να δοθεί κάποια εξήγηση για ένα σημείο του πίνακα που δεν φαίνεται καθαρά, ή διαφοροποιείται, από τον τίτλο και την εξήγηση της στήλης ή γραμμής. Τότε χρησιμοποιείται στο τέλος του πίνακα, πριν την πηγή, η λέξη «Σημειώσεις» όπου δίδεται η εξήγηση. Ένας εύκολος τρόπος είναι η χρήση αστερίσκου (*) που συνδέει το σημείο που θέλουμε να εξηγήσουμε με την εξήγηση που δίνουμε στο τέλος του πίνακα. Παράδειγμα: Υποθέτουμε ότι το 1995 δεν έχουμε διαθέσιμα στοιχεία. Στο σημείο που αντιστοιχεί στο έτος αυτό γράφουμε μ.δ. (*) και εξηγούμε στο τέλος του πίνακα: (*) μ.δ.: μη διαθέσιμο

Παρουσίαση γραφημάτων, σχεδιαγραμμάτων

Ισχύει ο γενικός τρόπος παρουσίασης του πίνακα, τίτλος, πηγές, σημειώσεις. Επιπλέον είναι απαραίτητο να φαίνεται καθαρά ποιες είναι οι μεταβλητές που εκφράζονται στους άξονες των διαγραμμάτων.

Συμπέρασμα

Το τελευταίο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα Συμπεράσματα-Προτάσεις όπου συνοψίζεται ολόκληρη η εργασία µε έμφαση στα αποτελέσματα που κατέληξε ο σπουδαστής και γίνονται προτάσεις για περαιτέρω έρευνα. Τα συμπεράσματα πρέπει να είναι σχετικά σύντομα (μέχρι 5 σελίδες). Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα κυριότερα αποτελέσματα και συμπεράσματα της εργασίας, καθώς και συνοπτική ανακεφαλαίωση των κεφαλαίων που προηγήθηκαν. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στο τρόπο που η μελέτη διερευνά το αρχικό ερώτημα ή προβληματισμό

που τέθηκε. Προτείνεται επίσης να γίνεται αναφορά σε πιθανή συνέχεια της εργασίας ως «μελλοντική έρευνα» ή / και πως μπορεί η εργασία αυτή να συνεισφέρει στο έργο άλλων μελετητών : τι θα μπορούσε να γίνει στη συνέχεια από πλευράς μεθοδολογικής και θεωρητικής, διεύρυνσης της θέσης του συγγραφέα-σπουδαστή που εμφανίζεται στην πτυχιακή εργασία.

Στο συμπέρασμα θα αναφέρουμε τι θέλαμε να βρούμε, πως καταλήξαμε εκεί (μεθοδολογία), τι θα μπορούσαμε ακόμη να κάνουμε αλλά δεν έγινε διότι δεν ήταν δυνατόν (π.χ. από έλλειψη στοιχείων), ποια ήταν τα αποτελέσματα που προήλθαν από την εργασία. Το συμπέρασμα πρέπει να είναι σαφές, περιεκτικό χωρίς πολλές «φιλοσοφίες». Ο αναγνώστης συνήθως κρίνει την εργασία από την εισαγωγή και το συμπέρασμα.

Βιβλιογραφία

Μια εργασία, ιδίως πτυχιακή, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κείμενα άλλων συγγραφέων. Αυτό είναι γνωστό στον εποπτεύοντα καθηγητή και την επιτροπή. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να προσπαθήσει ο σπουδαστής να παρουσιάσει κείμενα άλλου συγγραφέα ως δικά του. Αντίθετα εκτιμάται από τον αναγνώστη όταν ο σπουδαστής σημειώνει με σαφήνεια τις πηγές του και τη χρήση που έχει προβεί. Εάν ο σπουδαστής μεταφέρει ολόκληρη παράγραφο ενός κειμένου άλλου συγγραφέα τότε πρέπει να τη θέσει σε εισαγωγικά («……»). Αυτό σημαίνει ότι για κάποιο λόγο (που θα είναι προφανής) επελέγη η πλήρης αναφορά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα πρέπει να αναφέρεται η πηγή είτε στον πίνακα είτε στο κείμενο με παραπομπή σαν υποσημείωση στο τέλος της σελίδας. Η παραπομπή γίνεται συνήθως αριθμητικά με έναν αριθμό που δηλώνει ποια παραπομπή είναι από την αρχή του κειμένου της πτυχιακής εργασίας.

Παράδειγμα: Στη σελίδα 14 γίνεται η έκτη παραπομπή από την αρχή της εργασίας. Αυτή θα γίνει ως εξής: (6) στο σημείο του κειμένου που απαιτείται επεξήγηση (και συνεπώς παραπομπή) και (6) στο τέλος της σελίδας όπου εξηγείται η παραπομπή αυτή.

Στο τέλος της εργασίας γίνεται η βιβλιογραφική αναφορά. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι αναγραφής της βιβλιογραφίας: κατά θέμα, κεφάλαιο, βιβλία, άρθρα. Ένας γενικά αποδεκτός τρόπος είναι η εγγραφή των συγγραφέων που χρησιμοποιήθηκαν σαν πηγή κατά αλφαβητική σειρά. Στην περίπτωση που μια υπηρεσία έχει εκδώσει ένα βιβλίο χωρίς να αναφέρεται συγγραφέας τότε η υπηρεσία αυτή θεωρείται ως συγγραφέας.

Πως γίνεται η αναφορά στην περίπτωση του βιβλίου ;

Σημειώνονται με τη σειρά τα εξής :

Επώνυμο και όνομα του (ή των) συγγραφέα (ων),

Χρόνος έκδοσης του βιβλίου,

Ο τίτλος του βιβλίου με ιδιαίτερο χαρακτήρα γραμμάτων (π.χ. πλαγιαστά γράμματα),

Όνομα του εκδότη, Τόπος έκδοσης.

Οι πληροφορίες χωρίζουν μεταξύ τους με κόμμα : ,

Παράδειγμα : Γιαννίτσης Τ., 1982, Οι ξένες τράπεζες στην Ελλάδα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα.

Για τα άρθρα θα πρέπει να σημειώνονται με τη σειρά τα εξής:

Επώνυμο και όνομα του (των) συγγραφέα (ων),

Χρόνος εμφάνισης του άρθρου,

Ο τίτλος του άρθρου σε εισαγωγικά,

Ο τίτλος του περιοδικού (με πλαγιαστά γράμματα)

Το νούμερο του περιοδικού,

Οι αριθμοί των σελίδων (πρώτος και τελευταίος αριθμός) που περιέχουν το άρθρο.

Οι πληροφορίες χωρίζουν μεταξύ τους με κόμμα : ,

Παράδειγμα : Karafolas, S. and Mantakas, G., 1996, “A note on cost structure and economies of scale in Greek banking”, Journal of Banking and Finance, 20, 377-387

Μέσα στο κείμενο, η παραπομπή σε ένα συγγραφέα γίνεται σημειώνοντας το όνομα του συγγραφέα, το έτος έκδοσης, και τη σελίδα στην οποία γίνεται αναφορά.

Παράδειγμα: γίνεται η παραπομπή (5) στο κείμενο σχετικά με κάτι που έχει γραφεί στη σελίδα 18 στο βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση. Στο τέλος της σελίδας (της πτυχιακής) θα γραφεί: (5) Γιαννίτσης, Τ., 1982, σ. 18.

Παραρτήματα

Πολλές φορές θέλουμε να ενσωματώσουμε στο βασικό κείμενο της εργασίας μας κείμενα, παραστάσεις ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία. Η ενσωμάτωση αυτή φαίνεται να είναι δύσκολη για λόγους σαφήνειας του κειμένου αλλά και γενικότερα για πρακτικούς λόγους. Η λύση που εφαρμόζεται συχνά είναι η παραπομπή των κειμένων αυτών σε παραρτήματα στο τέλος του κανονικού κειμένου. Τέτοια κείμενα συχνά είναι τα ερωτηματολόγια, αναλυτικοί στατιστικοί πίνακες, ισολογισμοί εταιριών, ανακοινώσεις εταιριών, μεγάλες μαθηματικές αποδείξεις…..Τα κείμενα αυτά παρατίθενται στα παραρτήματα με αύξοντα αριθμό ώστε ο αναγνώστης να γνωρίζει που θα βρει την κάθε πληροφορία. Εάν η εργασία περιέχει πολλά παραρτήματα, είναι απαραίτητο να υπάρχει ξεχωριστή σελίδα στην οποία να αναφέρονται οι τίτλοι και η αρίθμηση των παραρτημάτων.

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Οδηγίες Τεχνικού χαρακτήρα.

Μια πτυχιακή εργασία αποσκοπεί στο να προβάλει και να αναπτύξει ένα θέμα. Η επιχειρηματολογία που θα αναπτυχθεί θα πρέπει αποσκοπεί σε κάτι συγκεκριμένο και όχι αόριστο. Σκοπός δεν είναι να παρουσιαστεί μια τεράστια (σε όγκο) εργασία (που μπορεί να είναι απλώς αποτέλεσμα «συρραφής» άλλων κειμένων). Η εργασία θα πρέπει βασικά να μελετήσει και να διαφωτίσει ένα θέμα ή πρόβλημα και στη συνέχεια να εξάγει κάποια συμπεράσματα ή ακόμη να προτείνει κάποιες λύσεις.

Κάποιες συμβουλές στη σύνταξη της εργασίας :

  1. Το στυλ της σύνταξης θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σύντομες και σαφείς φράσεις.
  2. Κάθε κεφάλαιο θα πρέπει να παρέχει μια πλήρη εικόνα και ένα επιμέρους συμπέρασμα.
  3. Οι παραπομπές είναι χρήσιμες αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το βασικό κείμενο.
  4. Μια πτυχιακή εργασία είναι μια επιστημονική έρευνα (έστω, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του σπουδαστή) και θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια αυστηρότητα. Ποιητικές εκφράσεις, προσωπικές κρίσεις συμπάθειας ή αντιπάθειας για πρόσωπα ή επιχειρήσεις, υπηρεσίες, θα πρέπει να αποφεύγονται.
  5. Κάθε γνώμη του συγγραφέα σε ένα θέμα θα πρέπει να δικαιολογείται. Εάν ο συγγραφέας παρουσιάζει γνώμη άλλου συγγραφέα τότε αυτή θα πρέπει να σημειώνεται.
  6. Μια εργασία αφορά συχνά στο παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Ο χρόνος που θα χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα θα πρέπει να προσεχθεί ώστε το κείμενο να παρουσιάζει εννοιολογική και συντακτική συνάφεια.
  7. Η γραμματική είναι μια κύρια συνιστώσα στην παρουσίαση του κειμένου. Για παράδειγμα, η στιγμή που θα χρησιμοποιηθεί το κόμμα μπορεί να αλλάξει όλη την έννοια μιας φράσης.
  8. Προσοχή στα ορθογραφικά λάθη.

Όσον αφορά τη συγγραφή της πτυχιακής εργασίας πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο η δομή που παρουσιάζεται παρακάτω όσο και οι ακόλουθοι κανόνες :

• Η γραμματοσειρά που χρησιμοποιείται εντός κειμένου πρέπει να είναι Times New Roman. Το μέγεθος της γραμματοσειράς προσδιορίζεται ως εξής :

Τίτλοι Κεφαλαίων : 16 bold (Arial Greek)

Τίτλοι ενοτήτων κεφαλαίου (υποκεφάλαια) : 14 bold (Arial Greek)

Τίτλοι υποενοτήτων υποκεφαλαίων : 12 bold (Arial Greek)

• Κείμενο : 12 (Times New Roman)

Αναφορές : 11 (Times New Roman)

• Η αρίθμηση των σελίδων να είναι στην κάτω εξωτερική πλευρά της σελίδας.

• Τα κεφάλαια και τα υποκεφάλαια πρέπει να έχουν αρίθμηση και τίτλο.

• Το περιθώριο των σελίδων τυπώνεται µε αριστερό / δεξιό 3,4 εκ. (1.25΄΄ inch) και µε πάνω / κάτω 2,5 εκ. (1΄΄ inch.)

• Αμφίπλευρη πλήρη στοίχιση του κειμένου της πτυχιακής εργασίας.

• Το κείμενο να είναι σε χαρτί μεγέθους Α4 και το διάστιχο να είναι 1,5.

• Τυπώνονται και δίνονται στην Γραμματεία 3 αντίγραφα (για την επιτροπή εξέτασης) και 2 CD - ROM σε μορφή PDF (για τις Βιβλιοθήκες του Τμήματος και του ΤΕΙ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ( Εξώφυλλο)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΡΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Τίτλος Εργασίας ………………………………….

…………………………………………………………….

Πτυχιακή Εργασία των

………………………………………

………………………………………………

Επιβλέπων :…………………………………….

ΠΑΤΡΑ, …………….. 200…